Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Στο ΝΑ τμήμα της Λήμνου, στην ευρύτερη περιοχή του Βρόσκοπου, όπου και ο ομώνυμος όρμος και σε απόσταση 2 περίπου χλμ. από το σημερινό χωριό Καμίνια, βρίσκεται ο προϊστορικός οικισμός της Πολιόχνης. Ο οικισμός θεωρείται ένας από τους παλαιότερους στον αιγιακό χώρο με πρώιμα αστικά χαρακτηριστικά, ενώ το 2006 προστέθηκε στον κατάλογο μνημείων Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Κληρονομιάς, με τον χαρακτηρισμό της «αρχαιότερης πόλης στην Ευρώπη».
Η πλεονεκτική γεωγραφική θέση του οικισμού, όπως και ολόκληρου του νησιού της Λήμνου, καθώς βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Στενό των Δαρδανελίων και από τις ακτές της Μακεδονίας, αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στην εξέλιξη του αιγαιακού πολιτισμού ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Μετακινήσεις πληθυσμών και αγαθών είχαν ως αποτέλεσμα τη συνεχή μετάδοση γνώσεων, ιδεών, προτύπων και τεχνογνωσίας, όπως μαρτυρείται μέσα από τα πολυπληθή ευρήματα που εντοπίστηκαν στο χώρο.
Η Πολιόχνη, με τα έως τώρα αρχαιολογικά δεδομένα, καλύπτει έκταση περίπου 20.000 τ.μ. και παρουσιάζει προσανατολισμό Β-Ν/ΒΑ-ΝΔ. Αναπτύσσεται στον μυχό του όρμου, κατά μήκος της ακτογραμμής, πάνω σε επιμήκη λόφο με ήπια υψομετρική κλίση. Η παρούσα διαμόρφωση του οικισμού οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος σε ανθρωπογενείς αποθέσεις, εξαιτίας των πολλαπλών και διαδοχικών φάσεων κατοίκησης, οι οποίες χρονολογούνται αδιάλειπτα από τα μέσα της 4ης χιλιετίας έως το τέλος της 3ης χιλιετίας π.Χ., ενώ μεμονωμένα κινητά ευρήματα υποδεικνύουν πιθανή μερική επανάχρηση του χώρου που φτάνει έως και το 1200 π.Χ. περίπου.
Τόσο η δυνατότητα ελλιμενισμού στα ανατολικά του γειτονικού όρμου όσο και η εύφορη πεδιάδα περιμετρικά του οικισμού, σε συνδυασμό με την παρουσία νερού μέσω των δυο χειμάρρων, οι οποίοι εκπορεύονται από γειτονικές πηγές και σηματοδοτούν παράλληλα τα φυσικά όρια του οικισμού, φαίνεται να αποτέλεσαν βασικούς παράγοντες που συντέλεσαν στην γενικότερη ευημερία των κατοίκων της Πολιόχνης.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Το 1885, στο χωριό Καμίνια, η τυχαία εύρεση ενεπίγραφης επιτύμβιας στήλης με παράσταση πολεμιστή, γνωστή και ως «Στήλη των Καμινίων», αποτέλεσε το έναυσμα για την έναρξη της αρχαιολογικής έρευνας στα ανατολικά της Λήμνου. Δεδομένου ότι η στήλη έδειχνε να παρουσιάζει σημαντικές γλωσσικές ομοιότητες με ετρουσκικές επιγραφές, το 1919 κατέφθασε στη Λήμνο ο τότε διευθυντής της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα (ΙΑΣΑ), Alessandro Della Seta, αρχαιολόγος με ιταλοεβραϊκή καταγωγή. Ο Della Seta ακολουθώντας την τάση της εποχής, η οποία προσανατολιζόταν στη ιχνηλάτηση της καταγωγής των προγόνων του με σκοπό τη διαμόρφωση ισχυρών εθνικών φρονημάτων με την απόδειξη ιστορικής συνέχειας μέσω των εθνών-κρατών, βρήκε τη μελέτη της στήλης αυτής αλλά και της ευρύτερης περιοχής στην οποία εντοπίστηκε, ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα. Στο πλαίσιο αυτό, το 1925, ο Alessandro Della Seta ξεκίνησε εκτεταμένες αρχαιολογικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή της Λήμνου, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε και η αποκάλυψη του προϊστορικού οικισμού της Πολιόχνης, την 21η Αυγούστου του 1930. Οι ανασκαφές διήρκησαν έως το 1936 και έφεραν στο φως τα δύο τρίτα περίπου του οικισμού. Τρία χρόνια αργότερα, το 1939, με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ο Alessandro Della Seta, λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, απομακρύνθηκε από τη Διεύθυνση της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής και η Πολιόχνη μετατράπηκε σε γερμανικό ναρκοπέδιο με διάσπαρτες στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο χώρο. Τα κινητά ευρήματα από τις ανασκαφές μεταφέρθηκαν την περίοδο εκείνη σε Αθήνα, Μυτιλήνη και Λήμνο με σκοπό την προστασία και ασφάλεια τους.
Μετά τη λήξη του πολέμου, το 1951, η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών επέστεψε και πάλι στην Πολιόχνη με νέο διευθυντή, τον Doro Levi. Πρωταρχικό μέλημα του Levi ήταν η συγκέντρωση του υλικού των ανασκαφών της Πολιόχνης. Έτσι, ανέθεσε στον Luigi Bernabò Brea, μαθητή του Ιταλού αρχαιολόγου Della Seta και ανασκαφέα του χώρου, την αρχαιολογική δημοσίευση της θέσης. Για δέκα ολόκληρα χρόνια, από το 1951 έως το 1961, ο Luigi Bernabò Brea προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τα ανασκαφικά δεδομένα (ημερολόγια, φωτογραφίες, ανασύσταση της στρωματογραφικής ακολουθίας της θέσης μέσω νέων ανασκαφικών ερευνών κ.ά.) και το 1964 εκδόθηκε στα ιταλικά ο πρώτος τόμος με τα πορίσματα από τις ανασκαφικές έρευνες στην Πολιόχνη (Poliochni I). Στον τόμο αυτό συμπεριλαμβάνεται το υλικό από τις πρώιμες φάσεις κατοίκησης του οικισμού, από την Μελανή έως την Ερυθρή περίοδο. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1976 εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος για τον προϊστορικό οικισμό (Poliochni II) και συμπεριλαμβάνει τα πορίσματα από την Κίτρινη περίοδο κατοίκησης στο χώρο.
Το 1986 η Πολιόχνη μπήκε ξανά στο επίκεντρο εργασιών. Μετά από συντονισμένες προσπάθειες του ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού, της αρμόδιας τότε Εφορείας Αρχαιοτήτων και της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής τέθηκε σε εφαρμογή ένα πολυετές συλλογικό πρόγραμμα που αφορούσε κυρίως επεμβάσεις σωστικού κυρίως χαρακτήρα και μικρής κλίμακας ανασκαφικές έρευνες, οι οποίες ήταν ιδιαιτέρως αναγκαίες για τη προστασία και ανάδειξη του οικισμού, καθώς παρουσίαζε σημαντικά προβλήματα τόσο λόγω της πολυετής εγκατάλειψής του όσο και λόγω των μεγάλων ζημιών που είχε υποστεί ο χώρος κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου.
Από το 1994 και έως το 1997, εν όψει της υπογραφής της Διακήρυξης της Πολιόχνης, πραγματοποιήθηκαν από την τότε Κ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων αποκαταστάσεις και στερεώσεις σε μεγάλο μέρος του οικισμού. Την περίοδο αυτή διαμορφώθηκαν και οικοδομήθηκαν απαραίτητες κτηριακές υποδομές, ώστε να οργανωθεί ο χώρος ως επισκέψιμος.
Το 2009 υποβλήθηκε από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή νέο πρόγραμμα αποκατάστασης σε τμήματα του οικισμού (ΥΠΠΟΤ/ΔΑΑΜ/2019/93536/22-11-2010), ωστόσο οι προτεινόμενες επεμβάσεις εφαρμόστηκαν σημειακά.
Το 2016, η νυν Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου, στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Βόρειο Αιγαίο 2014-2020», ενέταξε την Πολιόχνη σε ένα πενταετές πρόγραμμα ανάδειξης και αποκατάστασης, με τίτλο: «Αποκατάσταση, συντήρηση και ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου Πολιόχνης Λήμνου». Κύριο μέλημα του προγράμματος ήταν ο εκσυγχρονισμός του επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου, καθώς και η περαιτέρω επιστημονική διερεύνησή του. Το διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές και εργασίες αποκατάστασης και στερέωσης, από τις οποίες προέκυψαν νέα αρχαιολογικά δεδομένα. Οι υπάρχουσες διαδρομές επισκεπτών επεκτάθηκαν, η Πολιόχνη εμπλουτίστηκε με νέο εποπτικό υλικό, ενώ νέες κτηριακές υποδομές διαμορφώθηκαν στο χώρο με σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού.
Πρόσφατα, το 2022 η Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου ενέταξε το χώρο σε ένα νέο πρόγραμμα ανάδειξης και αποκατάστασης με επίκεντρο αυτή τη φορά τον δυτικό τομέα του προϊστορικού οικισμού. Το έργο με τίτλο «Αποκατάσταση δυτικού τομέα προϊστορικού οικισμού Πολιόχνης ν. Λήμνου», υλοποιείται με τη μέθοδο της αρχαιολογικής αυτεπιστασίας από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου και με χρηματοδότηση από το Εθνικό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η ΣΤΗΛΗ ΤΩΝ ΚΑΜΙΝΙΩΝ
Η Στήλη των Καμινίων αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα της Λήμνου. Πρόκειται για ορθογώνια ενεπίγραφη επιτύμβια στήλη, διαστάσεων 0,95×0,40×0,14 μ., στην οποία αναγράφεται το αρχαιότερο γραπτό κείμενο της λημνιακής γλώσσας, κατά την πελασγική περίοδο στο νησί. Η στήλη είναι κατασκευασμένη από πωρόλιθο και φέρει εγχάρακτη κεφαλή πολεμιστή σε κατατομή, ο οποίος κρατά λόγχη και ασπίδα. Γύρω από το κεφάλι του πολεμιστή και στην πλάγια στενή πλευρά της στήλης υπάρχουν επιγραφές, δυο σε κάθετη διάταξη και μία σε οριζόντια, σε βουστροφηδόν γραφή.
Η Στήλη των Καμινίων ανακαλύφθηκε τυχαία το 1885 στο χωριό Καμίνια της Λήμνου και δημοσιεύθηκε το 1886 στο Δελτίο της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών. Είκοσι χρόνια αργότερα η ενεπίγραφη στήλη βρέθηκε στην Αίγυπτο, από όπου την παρέλαβε ο Βασίλειος Αποστολίδης και το 1905 τη δώρισε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, όπου και φυλάσσεται έως σήμερα.
Ο ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ: ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Η αρχική κατοίκηση στο χώρο της Πολιόχνης χρονολογείται περίπου στα μέσα της 4ης χιλιετίας και φτάνει έως και το 2.000 π.Χ., αν και τα κινητά ευρήματα υποδεικνύουν, ότι η οικιστική δραστηριότητα στο χώρο συνεχίστηκε και αργότερα, φτάνοντας έως και το 1.200 π.Χ. περίπου.
Για την πληρέστερη κατανόηση της χρήσης του χώρου χρονικά, οι Ιταλοί ανασκαφείς συμβόλισαν τις διαδοχικές οικοδομικές φάσεις του με χρώματα:
- Μελανή περίοδος: (Τελική Νεολιθική Περίοδος, 3.700 – 3.200 π.Χ.)
Ο πρώτος οικισμός της Πολιόχνης οργανώθηκε στο φυσικό υπόβαθρο του λόφου, χωρίς να ακολουθεί κάποιο υποτυπώδες πολεοδομικό σχέδιο και βρισκόταν κοντά στην εύφορη κοιλάδα, η οποία ήταν κατάλληλη για καλλιέργεια, εξαιτίας των εκβολών του ποταμού στην περιοχή. Οι κάτοικοι διέμεναν σε καλύβες, οι οποίες παρουσίαζαν ωοειδές ή ελλειψοειδές περίγραμμα, λιθόκτιστη βάση και ανωδομή από ξύλα και καλάμια.
Από μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο προέκυψε ότι ο τύπος οικογένειας που απαντά στον πρώιμο οικισμό της Πολιόχνης ήταν μονοκυτταρικός. Κάθε οικογένεια αριθμούσε 5 με 6 άτομα περίπου και είχε στην κατοχή της οικόσιτα ζώα, όπως βοοειδή, προβατοειδή και χοίρους. Η κύρια ενασχόληση των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια της γης. Στην καθημερινή ζωή τους γινόταν εκτεταμένη χρήση άβαφων αγγείων, ενώ λιγοστά ήταν αυτά που έφεραν γραπτή διακόσμηση, όπως λευκό χρώμα επάνω σε μελανό βάθος με προέλευση από την γειτονική Μικρά Ασία, τύποι κεραμικής ιδιαιτέρως διαδομένοι την περίοδο αυτή.
Οι επάλληλες κατασκευαστικές φάσεις που εντοπίζονται στον οικισμό και χρονολογούνται τους επόμενους αιώνες, δηλώνουν μια συνεχή οικιστική δραστηριότητα σε έναν ιδιαιτέρως ζωντανό οικιστικό χώρο.
- Κυανή περίοδος: (Πρώιμη Εποχή του Χαλκού Ι, 3.200-2.800π.Χ.)
Η κυανή περίοδος διακρίνεται σε δύο υποπεριόδους, την αρχαϊκή και την ύστερη. Κατά τη αρχαϊκή κυανή περίοδο, ο οικισμός επεκτάθηκε αισθητά και κάλυψε μεγάλο μέρος του λόφου. Διαμορφώθηκαν πλακόστρωτοι δρόμοι, πηγάδια, λιθόκτιστοι αγωγοί και δημόσια κτήρια. Οι κατοικίες παρουσίαζαν ορθογωνική κάτοψη με λιθόκτιστους τοίχους, αμφιπρόσωπα κτισμένους από μικρούς λίθους και λάσπη που φαίνεται να έφταναν έως το ύψος της στέγης. Την περίοδο αυτή ξεκίνησε και η ανοικοδόμηση χώρων στον τύπο του «μεγάρου» , όμως μια εκτεταμένη πυρκαγιά κατέστρεψε μεγάλο μέρος του οικισμού.
Κατά την ύστερη κυανή φάση, η Πολιόχνη επεκτάθηκε και πάλι με νέες οικιστικές κατασκευές, οι οποίες προϋπέθεταν κεντρικό σχεδιασμό και συλλογική εκτέλεση στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης. Στα δημόσια έργα που κατασκευάστηκαν την περίοδο αυτή συγκαταλέγονται ο μεγάλος περίβολος, εντυπωσιακά τεχνικά έργα αναλημματικού χαρακτήρα, καθώς και δύο σημαντικά κτήρια, το περίφημο «Βουλευτήριο» και η «Σιταποθήκη».
Την περίοδο αυτή αποκρυσταλλώνεται ο τύπος του «μεγάρου», ο οποίος φτάνει στο απόγειό του τις επόμενες περιόδους, υποδηλώνοντας μια πρώιμη μορφή στοιχειώδους αστικής συγκέντρωσης στον οικισμό. Πολεοδομικά, η Πολιόχνη αποτελεί τώρα ένα από τα πιο πρώιμα δείγματα χώρου γραμμικής διάταξης στο Αιγαίο.
Ο πληθυσμός της υπολογίζεται γύρω στους 800-1.000 κατοίκους και ο τύπος οικογένειας παρουσιάζει σύνθετη μορφή, με ένα μεγάλο αριθμό ατόμων με συγγενική σχέση (16 έως 20 άτομα) να διαμένει στις οικίες. Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια της γης και η αλιεία στα νερά του κόλπου, ενώ μεγάλη ήταν και η κατανάλωση οστρέων, τα υπολείμματα των οποίων χρησίμευαν ως συνδετικό υλικό για την κατασκευή τοιχοποιιών. Η εκτροφή οικόσιτων ζώων παρέμεινε σημαντικός παράγοντας στην οικονομική δραστηριότητα της κοινότητας. Κάθε οικογένεια είχε στην κατοχή μικρά κοπάδια ζώων, κυρίως προβατοειδή, βοοειδή και χοίρους. Ο μεγάλος αριθμός από μυλόπετρες και τριβεία από ηφαιστειακά πετρώματα που αφθονούσαν στο νησί, δηλώνει την παρατεταμένη χρήση τους για την παρασκευή τροφής, ενώ πιθανή είναι και η άποψη της εξαγωγής τους, στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών.
- Πράσινη περίοδος: (Πρώιμη Εποχή του Χαλκού Ι/ΙΙ, 2.800 – 2.500 π.Χ.)
Στην πράσινη περίοδο σηματοδοτείται η ακμή του οικισμού, με τον πληθυσμό να ανέρχεται, σύμφωνα με εκτιμήσεις, περίπου στα 1.500 άτομα. Η πόλη επεκτάθηκε προς τα Δυτ. και Β με παρουσία έργων αναλημματικού χαρακτήρα, απαραίτητα τόσο για την συγκράτηση των χωμάτων λόγω της αστάθειας του εδάφους, όσο και για την αποφυγή πλημμυρών, εξαιτίας των συχνών υπερχειλίσεων του παρακείμενου ποταμού, ο οποίος κατά την περίοδο των έντονων βροχοπτώσεων φαίνεται να αποτελούσε συχνή απειλή κυρίως για το ΝΔ τμήμα του οικισμού.
Τη περίοδο αυτή, η Πολιόχνη παρουσίαζε σαφή πολεοδομική οργάνωση με οικοδομικά τετράγωνα (νησίδες) και δρόμους μεταξύ αυτών. Κεντρικές οδικές αρτηρίες κατασκευάστηκαν, ενώ η είσοδος στα Δυτ. του οικισμού διαμορφώθηκε ως πρόπυλο. Κάθε νησίδα περιελάμβανε ένα ή και περισσότερα ανεξάρτητα μεταξύ τους σπίτια με γενικό προσανατολισμό Β-Ν. Η κάθε οικία διέθετε τον κύριο χώρο διαβίωσης (μέγαρο), την αυλή και βοηθητικούς χώρους (αποθήκευσης και τροφοπαρασκευής). Ανάμεσα στα σπίτια κάθε νησίδας, μικρότερα στενά δρομάκια (πάροδοι) εξυπηρετούσαν στην κυκλοφορία των κατοίκων στο χώρο, ενώ αγωγοί αποστράγγισης απομάκρυναν τα όμβρια ύδατα από τους χώρους κατοίκησης. Στα τέλη της περιόδου, για αμυντικούς κυρίως λόγους, ο περίβολος αναδιαμορφώθηκε και ενισχύθηκε κατά τόπους. Οικιστικά κατάλοιπα της Πράσινης περιόδου είναι σήμερα ορατά κυρίως στον Ν και Δυτ. τομέα του οικισμού.
- Ερυθρή περίοδος: (Πρώιμη Εποχή του Χαλκού Ι/ΙΙ, 2.500 – 2.200 π.Χ.)
Κατά την Ερυθρή περίοδο ο χώρος κατοίκησης σημειώνεται στα Ν του οικισμού με τα δημόσια κτήρια και τους κοινόχρηστους οικιστικούς χώρους να παραμένουν σταθερά σε λειτουργία. Αν και το πολεοδομικό σύστημα παρέμεινε ίδιο, διαφοροποιήσεις στην κατασκευαστική τεχνολογία και στον προσανατολισμό των κτηρίων δηλώνουν μια αμυντική διάθεση στην οργάνωση του χώρου, με σκοπό την προστασία και ασφάλεια των κατοίκων. Στο πλαίσιο αυτό, όπως αντίστοιχα παρατηρείται και σε άλλες οχυρωμένες ακροπόλεις του αιγαιακού χώρου, ο περίβολος δέχτηκε νέες επισκευές και ενισχύθηκε, η κεντρική πύλη περιορίστηκε σε πλάτος παίρνοντας τη μορφή πρόπυλου αμυντικού χαρακτήρα και οι κεντρικοί δρόμοι πλακοστρώθηκαν. Η ανάγκη για προστασία επιβεβαιώνεται και μέσα από τα κινητά ευρήματα, όπως δηλώνει ο μεγάλος αριθμός από αιχμές δοράτων και λίθινους πελέκεις που εντοπίστηκαν στο χώρο. Χαρακτηριστική είναι την περίοδο αυτή, η ανεύρεση πήλινης μήτρας για την κατασκευή μεταλλικού πέλεκυ.
- Κίτρινη περίοδος: (Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ΙΙΙ/ Μέση Εποχή του Χαλκού, 2.200 – 2.000/1.900 π.Χ.)
Κατά τη Κίτρινη περίοδο, μια μεγάλη πυρκαγιά ξέσπασε στο χώρο, ως επακόλουθο ενός δυνατού σεισμού. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο οικισμός να περιοριστεί κατά μήκος της κύριας οδού και ανάμεσα στις δύο δημόσιες πλατείες. Επεκτάσεις ιδιωτικών οικιών σημειώθηκαν εις βάρος του δημόσιου χώρου, υποδηλώνοντας μια τάση εσωστρέφειας ή έλλειψη του διαθέσιμου χώρου, συγκριτικά με τις προηγούμενες περιόδους. Οι νέες κατασκευές παρουσιάζουν τώρα αμελή δόμηση και ήταν διαμορφωμένες από αργούς ακανόνιστους λίθους και λάσπη. Το μοναδικό σημαντικό κτήριο της περιόδου χωροθετείται στα Β της κύριας πλατείας και αποδίδεται σε κάποιο σημαντικό πρόσωπο του οικισμού. Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του «μεγάρου», ο οποίος παρέμεινε σε χρήση καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής.
Το τέλος της Κίτρινης περιόδου σηματοδοτεί και το τέλος του οικισμού της Πολιόχνης, η οποία εγκαταλείπεται σχεδόν ολοκληρωτικά, μετά από έναν νέο καταστρεπτικό σεισμό, γύρω στο 2.100 π.Χ.
- Καστανή περίοδος: (Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ΙΙΙ/Μέση Εποχή του Χαλκού, 2.000 – 1.700/1.600 π.Χ.)
Κατά την Καστανή περίοδο, στην εγκαταλελειμμένη πια Πολιόχνη, λιγοστοί κάτοικοι επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν μεταξύ των ερειπίων γύρω από την κύρια πλατειά, στα Β του οικισμού, όπου σημειώνεται και το υψηλότερο σημείο του χώρου. Στην περιοχή αυτή εντοπίστηκαν μαζί με τα οικιστικά κατάλοιπα, διάσπαρτες ταφές και εγχυτρισμοί ενηλίκων και παιδιών.
- Ιώδης περίοδος: (Μέση Εποχή του Χαλκού – Ύστερη Εποχή του Χαλκού, 1.700/1.600 – 1.200 π.Χ.)
Από την Ιώδη περίοδο, την τελευταία φάση κατοίκησης στην Πολιόχνη, δεν σώζονται οικιστικά κατάλοιπα παρά μόνο κάποια κινητά ευρήματα, τα οποίο δηλώνουν μια υποτυπώδη δραστηριότητα στο χώρο που φτάνει έως και το 1.200 π.Χ.
Η ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ
Ο οικισμός της Πολιόχνης περικλειόταν από ψηλά τείχη, τα οποία χρονολογούνται από την Πράσινη περίοδο και μετά (2.800 – 2.500 π.Χ.), όπου σημειώνεται και η μεγάλη ακμή της πόλης. Τα τείχη ή αλλιώς ο μεγάλος περίβολος, παρουσιάζει πολλές προσθήκες και επισκευές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες περιόδους με σκοπό να καλυφθούν κάθε φορά οι εκάστοτε ανάγκες των κατοίκων για άμυνα και προστασία. Κατά την Ερυθρή περίοδο (2.500 – 2.200 π.Χ.), όπου η ανάγκη για προστασία ήταν μεγαλύτερη, ο περίβολος ενισχύθηκε με την ανύψωση ενός πιθανού πρόσθετου τμήματος από ωμές πλίνθους.
Στα δυτικά των τειχών σημειώνεται η κεντρική πύλη εισόδου, απ’ όπου ξεκινούσε και ένας από τους κεντρικότερους δρόμους του οικισμού (πλατεία). Ο δρόμος είχε κατεύθυνση Ν-Β, ήταν λιθόστρωτος, με έντονη υψομετρική κλίση και διέσχιζε όλη την πόλη. Η κεντρική είσοδος εξυπηρετούσε στη διέλευση των κατοίκων εντός και εκτός του κατοικημένου χώρου και ήταν σε χρήση καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής της Πολιόχνης.
Πέρα από την μεγάλη κεντρική οδό, πληθώρα από μικρότερα στενά και ελικοειδή δρομάκια (πάροδοι) επέτρεπαν την κυκλοφορία των κατοίκων στην πόλη και διαμόρφωναν οικοδομικές νησίδες για την χωροθέτηση των ιδιωτικών οικιών. Δύο πλακόστρωτες πλατείες με πηγάδια σημειώνονται στο χώρο, μία στο κέντρο του οικισμού και μία μικρότερη στα Β, ενώ αγωγοί εξασφάλιζαν την απορροή των υδάτων εκτός του κατοικημένου χώρου της πόλης.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ
- Ο μεγάλος περίβολος
Ο περίβολος της Πολιόχνης αποτελεί πολυσήμαντο δημόσιο έργο και χρονολογείται στην πρώιμη Κυανή περίοδο, κατά την οποία ο οικισμός άρχιζε να αποκτά πλέον πρωτοαστικού τύπου πολεοδομική οργάνωση (από το 3.200π.Χ. κ.έ.). Τα πρώτα τμήματα του περιβόλου ήρθαν στο φως κατά την περίοδο 1933 έως 1936 από τους Ιταλούς αρχαιολόγους Puglisi, Begatti, Sestieri, Paribeni και Monaco. Την περίοδο εκείνη αποκαλύφθηκε το Ν και Δ τμήμα του, μήκους 130μ. περίπου από τα 263μ. που φαίνεται να αριθμούσε συνολικά ο περίβολος. Τα πλάτος του κυμαίνεται από 0,70 μ. έως 2,80μ., ενώ το μέγιστο ύψος του δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα 4,50 μ.
Κατασκευαστικά, στον περίβολο διακρίνονται δύο βασικές οικοδομικές φάσεις. Η πρώτη χρονολογείται από τα τέλη της Μελανής έως τα τέλη της Κυανής περιόδου (3.100/3.000 – 2.800/2.700 π.Χ.) και παράλληλα με την κατασκευή του διαμορφώθηκαν εφαπτόμενα σε αυτόν και άλλα εντυπωσιακά τεχνικά έργα αναλημματικού χαρακτήρα. Πρόκειται για τετράπλευρους χώρους, οι οποίοι ήταν απαραίτητοι για την ενίσχυση των πρανών, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Χώρο 14 («Βουλευτήριο») και τον Χώρο 28 («Σιταποθήκη»).
Η δεύτερη οικοδομική φάση του περιβόλου χρονολογείται από την αρχή της Πράσινης και φτάνει έως τα τέλη της Ερυθρής περιόδου (2.800/2.700 – 2.200 π.Χ.). Το διάστημα αυτό ο περίβολος επεκτάθηκε. Νέα τμήματα ανοικοδομήθηκαν, ενώ τα ήδη υφιστάμενα ενισχύθηκαν καθ’ ύψος και πλάτος. Αυτή η νέα κατασκευαστική φάση στον περίβολο δηλώνει από τη μία την άμεση ανάγκη διεύρυνσης των ορίων του οικιστικού χώρου, η οποία προέκυψε πιθανότατα από την αύξηση του πληθυσμού της κοινότητας και από την άλλη την επιτακτική ανάγκη αντιμετώπισης των συνεχών προβλημάτων καθίζησης που παρουσιάζονται, κυρίως στα Ν και Δυτ. του οικισμού. Κατά την Κίτρινη περίοδο (2.200 – 2.000/1.900 π.Χ.) πραγματοποιήθηκαν στον περίβολο σημειακές ανοικοδομήσεις και επισκευές.
Τεχνικά, στον περίβολο διακρίνονται τρεις κύριοι τρόποι δόμησης. Ο πρώτος ακολουθεί το «έμπλεκτο σύστημα» και παρουσιάζει ομοιογένεια στην ανωδομή. Διακρίνεται από οριζόντιες, επάλληλες λιθοσειρές από εναλλασσόμενους, καλοσχηματισμένους, επιμήκεις, πλακοειδείς και κυβοειδείς λίθους, συνοδευόμενες από μια λεπτή στρώση πηλοκονιάματος (λάσπη). Ο τρόπος αυτός δόμησης παρατηρείται στην πρώτη οικοδομική φάση του περιβόλου και διήρκησε έως και το τέλος περίπου της δεύτερης, καλύπτοντας τις πρώτες οικιστικές φάσεις του οικισμού (3.100/3.000 – 2.200 π.Χ.).
Ο δεύτερος τρόπος δόμησης παρουσιάζει ένα σύμμεικτο σύστημα εφαρμογής του «έμπλεκτου συστήματος δόμησης» και διαμορφώνεται από μεσαίου μεγέθους, βοτσαλωτούς και πλακοειδείς λίθους, ακανόνιστου ή αποστρογγυλεμένου σχήματος και χρήση συνδετικού υλικού, ίδιας σύστασης. Ο δεύτερος τρόπος δόμησης ακολουθεί κατασκευαστικά τον πρώτο ή είναι πιθανό να συνυπήρχαν και οι δύο για ένα μικρό διάστημα. Χρονολογείται από το τέλος περίπου της ύστερης Πράσινης έως τις αρχές της Ερυθρής περιόδου (2.500 π.Χ.).
Στον τρίτο τρόπο δόμησης γίνεται χρήση αποκλειστικά αποστρογγυλεμένων ογκόλιθων, εναλλάξ με τη χρήση μικρών πλακοειδών ή ακανόνιστών λίθων ως γέμισμα (σφήνες) και παρουσία λεπτού συνδετικού υλικού, όπως χαρακτηριστικά διακρίνεται στο τμήμα Δ του περιβόλου (τμήμα 34 «προμαχώνας»). Η ύστερη αυτή τεχνική δόμηση αναπτύσσεται εξ’ ολοκλήρου κατά τη δεύτερη οικοδομική φάση του περιβόλου και χρονολογείται από την αρχή έως το τέλος της Ερυθρής περιόδου (2.500 – 2.200 π.Χ.).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην κατασκευή του περιβόλου παρουσιάζει η παρατεταμένη χρήση της τεχνικής «των λιθόκτιστων κιβωτίων» (casemate walls technique), η οποία εφαρμόζεται από τη Κυανή περίοδο έως και τη δεύτερη οικοδομική φάση του περιβόλου (3.200 – 2.200 π.Χ.) και αφορά τη διαμόρφωση και θεμελίωση χώρων, όπως αντίστοιχα παρατηρείται γεωγραφικά από την Ανατολία έως την Αίγυπτο και τον ελλαδικό χώρο με διάφορες παραλλαγές, από τις απαρχές της Εποχής Χαλκού έως και την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου.
Η τεχνική «των λιθόκτιστων κιβωτίων» αποσκοπούσε στη δημιουργία ανδήρων επί των οποίων πατούσαν είτε δημόσια είτε ιδιωτικά κτίσματα και οχυρώσεις. Ορίζεται από τη δημιουργία δύο, αρχικά, λεπτών παράλληλων τοίχων με κενό μεταξύ τους, το οποίο πολλές φορές σφραγίζονταν με τη δημιουργία άλλων δύο κάθετων τοίχων στους αρχικούς, διαμορφώνοντας ένα είδος κιβωτίου. Στη συνέχεια, το εσωτερικό των κιβωτίων γεμιζόταν με καταπεσμένο δομικό υλικό. Τα πλεονεκτήματα του τρόπου αυτού δόμησης, ήταν πολλά, όπως η ταχύτητα στην κατασκευή και το χαμηλό κόστος, επιτρέποντας στους κατοίκους ενός πυκνοκατοικημένου οικισμού να δημιουργήσουν άμεσα χώρους διαβίωσης. Σε περίοδο πολέμων ή εκτεταμένων κοινοτικών κατασκευαστικών έργων, η τεχνική «των λιθόκτιστων κιβωτίων» λειτουργούσε ενιαία ως ένας παχύς, συμπαγής τοίχος με χαρακτήρα άλλοτε οχυρωματικό και άλλοτε αναλημματικό.
Η άρτια κατασκευή του περιβόλου, την οποία πιστοποιεί και το μεγάλο ύψος στο οποίο σώζεται έως σήμερα το σημαντικό αυτό αναλημματικό έργο της πόλης, οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό και στην παρουσία τεχνικής επίχωσης, κυρίως στα Ν και ΝΔ του οικισμού. Πιο ειδικά, από τις πρώτες κιόλας εργασίες ανοικοδόμησης του περιβόλου είχε αρχίσει να σχηματίζεται εξωτερικά και κατά μήκος του θεμελίου του τεχνητή επίχωση, η οποία για λόγους στατικούς και αντοχής επαναλαμβανόταν με απόλυτη συνέπεια κατά μήκος όλης της αναλημματικής ζώνης. Η διαμόρφωση αυτή γινόταν ανά περιόδους και ήταν ταχύτατη, ενώ το ύψος της επίχωσης εξωτερικά άλλαζε κάθε φορά που μεταβάλλονταν και τα εσωτερικά όρια του οικισμού.
Στρωματογραφικά, η επίχωση αποτελείται από επάλληλες στρώσεις αμμώδους αργιλικού χώματος, άλλοτε πιο μαλακό και τεφρώδες και άλλοτε πιο συμπαγές και κιτρινωπό. Σχηματίστηκε από ένα τεράστιο όγκο καταπεσμένου δομικού υλικού μαζί με θραύσματα κεραμικής, απολεπίσματα πυριτόλιθου, λίθινα εργαλεία, μετάλλινα τμήματα, οστά και όστρεα, δίνοντας την εντύπωση μιας μεγάλη χωματερής, η οποία διαμορφώθηκε σταδιακά κατά την περίοδο ακμής της πόλης, από τα υπολείμματα της καθημερινής ζωής των κατοίκων.
Για τη δόμηση του περιβόλου χρησιμοποιήθηκαν κυρίως τοπικοί αργοί λίθοι υψηλής αντοχής, όπως ψαμμίτες και τραχίτες, κροκαλοπαγείς λίθοι και μεμονωμένοι κερατόλιθοι. Επιπλέον, εντοπίστηκαν κατά τόπους γουδιά, μυλόπετρες και κατώφλια σε δεύτερη χρήση ως δομικά υλικά, τα οποία λόγω του επίπεδου σχήματος που παρουσιάζουν διευκόλυναν στην κατασκευή οριζόντιων επιφανειών. Ως συνδετικό υλικό χρησιμοποιήθηκε τοπικό αργιλόχωμα με ασβεστιτικά, χαλαζιακά και ηφαιστιτικά εγκλείσματα, μαζί με συντρίμματα οστρέων και κεραμικής.
- Η κεντρική πύλη
Στη Δυτ. πλευρά της Πολιόχνης ανοίγεται μια από τις κύριες εισόδου του οικισμού, στην οποία καταλήγει και ο μεγάλος κεντρικός δρόμος της πόλης. Ανασκάφηκε από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών μεταξύ των ετών 1934 και 1935 και εντάσσεται μαζί με την κεντρική οδική αρτηρία στον αρχικό πολεοδομικό σχεδιασμό της Πολιόχνης, παραμένοντας σε χρήση καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού. Το αρχικό άνοιγμα της εισόδου είχε πλάτος περίπου 2,50μ. και ακολουθούσε τη νοητή γραμμή του περιβόλου, μεταξύ του Χώρου 14 («Βουλευτήριο») και του Χώρου 26 («Σιταποθήκη»).
Αργότερα, κατά την Πράσινη περίοδο (2.800 – 2.500 π.Χ.), με την επέκταση του οικισμού προς τα Δυτ., το άνοιγμα της εισόδου διευρύνθηκε, φθάνοντας σε πλάτος περίπου τα 3,70μ. Την ίδια περίοδο και σε διαδοχικές οικοδομικές φάσεις, ενισχύθηκε Β και Ν με συμπαγείς κτιστές κατασκευές, αμυντικού χαρακτήρα πιθανότατα, διαμορφώνοντας πρόπυλο.
- Κατασκευή στην κεντρική πύλη
Εξωτερικά του περιβόλου και Ν της κεντρικής πύλης αποκαλύφθηκε κατά τη περίοδο των ανασκαφών 1934-1935, ένα είδος δεξαμενής ή λεκάνης, που φέρει τη μορφή κόλουρης ανεστραμμένης πυραμίδας. Χρονολογείται στην Κίτρινη περίοδο (2.200 – 2.000/1.900 π.Χ.) και διαμορφώνεται από μια μεγάλη πλάκα έδρασης και τέσσερις κεκλιμένους τραπεζιόσχημους πλακοειδείς λίθους εν είδει παρειών. Η κατασκευή εντάσσεται εντός μιας άλλης μεγαλύτερης τετράγωνης κυβόσχημης κατασκευής, διαστάσεων 2,50μ.x3,00μ. και ερμηνεύθηκε από τους Ιταλούς ανασκαφείς, ως ποτίστρα ζώων ή δεξαμενή νερού.
Παρόμοιες κατασκευές έχουν εντοπιστεί στο Παλαμάρι της Σκύρου, στον προϊστορικό οικισμό, στις οποίες αποδόθηκε από τους ανασκαφείς η χρήση «πλυντηρίων», κατασκευές δηλαδή για την επεξεργασία δερμάτων. Η κατασκευή σήμερα είναι επιχωματωμένη για λόγους προστασίας.
- Οι πλακόστρωτες πλατείες με τα πηγάδια
Στην Πολιόχνη αριθμούνται δύο κεντρικές πλατείες και πρόκειται για υπαίθριους δημόσιους χώρους, διαμορφωμένοι σύμφωνα με τη διάταξη των οδών. Πρόκειται για την πλατεία 103 στο κέντρο περίπου του οικισμού και την πλατεία 106 στα Β. Και οι δύο πλατείες ήταν πλακόστρωτες με παρουσία πηγαδιών που έφταναν σε βάθος 8μ. περίπου ή και περισσότερο, απαραίτητα για την εξασφάλιση νερού στο χώρο.
Η κεντρική πλατεία 103 χωροθετείται σε κομβικό σημείο του οικισμού, στη συμβολή των οδών 102, 105 και 124 και έξω από το κτήριο Α της νησίδας VIII με το μέγαρο 605, ένα από τα σημαντικότερα κτήρια της τελευταίας φάσης της Πολιόχνης. Καταλάμβανε έκταση περίπου 1.000τ.μ. και χρονολογείται ήδη από την Κυανή περίοδο (3.200 – 2.800 π.Χ.). Παρουσιάζει πλακόστρωτο δάπεδο από μεγάλες μονολιθικές πλάκες και φαίνεται να λειτουργούσε ως δημόσιος χώρος συνάθροισης. Αρχικά, η πλατεία ήταν μεγαλύτερη, όμως η σταδιακή κατασκευή κτηριακών χώρων, περιόρισε το μέγεθός της προς τα δυτικά και περιμετρικά του πηγαδιού. Το λιθόκτιστο πηγάδι της πλατείας, διαμορφωμένο από παραλληλεπίπεδους λίθους, παρουσιάζει κυκλικής διατομής φρεάτιο, διαμέτρου 1,63μ. και πολυγωνικό άνοιγμα, απ’ όπου ένας λιθόκτιστος αγωγός, ακολουθώντας την κατηφορική κλίση του εδάφους, εξασφάλιζε την απορροή των υδάτων από το χώρο. Σε περίπτωση υπερχείλισης, ο αγωγός πιθανότατα διένεμε το νερό και στα υπόλοιπα τμήματα του οικισμού. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο το πηγάδι λειτούργησε ως χώρος απόρριψης πολεμικών υλικών.
Στα Β της πόλης, ακολουθώντας την κύρια οδό χωροθετείται μια δεύτερη πλατεία, η πλατεία 106, η οποία ήταν μικρότερη σε έκταση από την πρώτη. Ήταν επίσης πλακοστρωμένη με παρουσία πηγαδιού. Το πηγάδι φέρει τετραγωνικής διατομής φρεάτιο και είναι βαθύτερο από το πρώτο, ώστε το νερό να καταλήγει επιτυχώς στον ίδιο υδροφόρο ορίζοντα, με το πηγάδι της κεντρικής πλατείας.
- Οι οικίες
Τα σπίτια στην Πολιόχνη οικοδομούνται στον τύπο του «μεγάρου», όπως αντίστοιχα παρατηρείται και σε άλλους οικισμούς της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στο ΒΑ Αιγαίο και τη Μικρά Ασία.
Ο όρος «μέγαρο» εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Όμηρο και από εκεί τον δανείστηκε ο Γερμανός αρχαιολόγος Heinrich Schliemann (1822-1890) προκειμένου να περιγράψει ανάκτορα ή την κεντρική μονάδα των ανακτόρων, κατά την ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Σταδιακά, η χρήση του όρου επεκτάθηκε, περιγράφοντας κατοικίες που συμπεριελάμβαναν ως βασική μονάδα διαβίωσης έναν επιμήκη μονόχωρο ή ένα δίχωρο θάλαμο και προθάλαμο, καθώς και ελεύθερα, δίχως άλλους χώρους να τα πλαισιώνουν, ορθογώνια ή αψιδωτά κτήρια με αντίστοιχη διαρρύθμιση. Στον ελλαδικό χώρο, ο τύπος του «μεγάρου» εμφανίζεται ήδη από τη Νεολιθική περίοδο, ενώ στην Εποχή του Χαλκού κυριαρχεί στην οικιστική αρχιτεκτονική, ως ένα ελεύθερο ή σύνθετο κτηριακό οικοδόμημα.
Οι βασικοί τύποι κατοικιών στην Πολιόχνη είναι η «σύνθετη μεγαροειδής κατοικία» και η «συστοιχία μεγάρων». Κατά κανόνα, η πρόσβαση στις κατοικίες γινόταν από την οδό που οδηγούσε στην αυλή και από εκεί στον προθάλαμο, έναν ανοιχτό χώρο στη μια μακριά πλευρά του σπιτιού. Από τον προθάλαμο γινόταν η είσοδος στον κυρίως θάλαμο του μεγάρου, όπου εκεί ήταν και ο βασικός χώρος διαβίωσης της οικογένειας. Η πρόσβαση στους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού ήταν δυνατή μόνο από το εσωτερικό του μεγάρου. Όλες οι κατοικίες πλαισιώνονταν από περίβολο και δεν είχαν οπτική επαφή στο δρόμο. Οι τοίχοι ήταν λιθόκτιστοι και τα ανοίγματα των θυρών επιμελημένα με τις στρόφιγγες τοποθετημένες στα δεξιά του εισερχόμενου και εντός της κατοικίας, μαρτυρώντας δεξιόστροφη φορά ανοίγματος θύρας. Τα δάπεδα ήταν χωμάτινα στους στεγασμένους χώρους και πλακόστρωτα στους ανοικτούς.
- Χώρος 14 «Βουλευτήριο»
Στη ΝΔ γωνία του οικισμού και Ν της κεντρικής εισόδου βρίσκεται ο Χώρος 14, γνωστός και ως «Βουλευτήριο». Πρόκειται για ένα μεγάλο ορθογώνιο κτίσμα, διαστάσεων 11,95μ.x4,10μ. και σωζόμενο ύψος έως 1,80μ. Εσωτερικά, η παρουσία βαθμιδωτών εδράνων, διαμορφωμένα από επιμήκεις πλακοειδείς λίθους στις κατά μήκος μακρές πλευρές του, οδήγησε τους πρώτους ανασκαφείς από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών το 1934 να ερμηνεύσουν το κτήριο, ως δημόσιο χώρο συναθροίσεων και συγκεντρώσεων.
Η πρώτη κατασκευαστική φάση του χώρου ανάγεται στην ύστερη Κυανή περίοδο και ήταν ένα ορθογώνιο επίμηκες οικοδόμημα με επιμελημένο έμπλεκτο σύστημα δόμησης, ανάλογο με αυτό του κτηρίου της «Σιταποθήκης». Αρχικά, ο χώρος φαίνεται να σχεδιάστηκε για να συμπεριληφθεί ως μέτωπο στο πρανές, εξασφαλίζοντας την αναλημματική λειτουργία του περιβόλου, στο πλαίσιο της τεχνικής των «λιθόκτιστων κιβωτίων» (casemate wall technique). Το κτίσμα την περίοδο αυτή φαίνεται να ήταν ανοιχτό από Αν. και Β. Κατά την Πράσινη περίοδο (2.800 – 2.500 π.Χ.) κατασκευάστηκαν τα έδρανα κατά μήκος των τοίχων του κτηρίου, ενώ λίγο αργότερα, για λόγους αντιστήριξης από την πλευρά του περιβόλου, προστέθηκε εξωτερικά του χώρου τμήμα τοίχου, διαμορφώνοντας το τελικό πάχος του στα 2,50μ. περίπου. Το κτίσμα συνέχιζε να δέχεται τροποποιήσεις και επιδιορθώσεις έως και την Κίτρινη περίοδο (2.200 – 2.000/1.900 π.Χ.), όπου ορίζεται και η τελευταία κατασκευαστική φάση του Χώρου 14. Την περίοδο αυτή ανοικοδομήθηκε ο Αν. τοίχος καταργώντας την Αν. κερκίδα, καθώς και τμήματα τοίχων στη Β και Ν πλευρά. Επιπλέον, τροποποιήθηκε η Δυτ. κερκίδα και διανοίχθηκε είσοδος στα Ν του χώρου.
Σχετικά με την ερμηνεία της χρήσης του Χώρου 14 ως «Βουλευτήριο», ο Ιταλός ανασκαφέας Luigi Bernabò Brea έγραψε χαρακτηριστικά:
«… questa caratteristica fece pensare che il vano fosse adibito in questa fase a locale di riunione e che i due gradini costituissero qualche cosa come i sedili di un primitive teatro o bouleuterion…» (Poliochni I.II, 1964, 177)
«… αυτό το χαρακτηριστικό υπέδειξε, ότι το δωμάτιο χρησιμοποιήθηκε ως χώρος συνάντησης σε αυτό το στάδιο και ότι τα δύο σκαλοπάτια αποτελούσαν κάτι σαν τα καθίσματα ενός πρώιμου θεάτρου ή Βουλευτηρίου…»
Αν και η ερμηνεία του χώρου 14 ως «Βουλευτήριο» καθιερώθηκε στην επίσημη βιβλιογραφία, ο σταδιακός τρόπος κατασκευής και ανακατασκευής του, εφαπτόμενο σε τμήμα του τείχους, δηλώνει ότι η αρχική χρήση του εξυπηρετούσε ανάγκες αναλημματικού χαρακτήρα, οι οποίες μεταβάλλονταν κάθε φορά ανάλογα με τις αλλαγές που συντελούνταν στον οικισμό τόσο σε κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο πολεοδομικής οργάνωσης.
- Χώρος 28 «Σιταποθήκη»
Ο Χώρος 28 είναι ο μεγαλύτερος σε διαστάσεις χώρος στην Πολιόχνη και είναι γνωστός ως «Σιταποθήκη». Ανασκάφηκε κατά τα έτη 1934 και 1936 από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών και χρονολογείται στην ύστερη Κυανή φάση, ενώ διατηρήθηκε αμετάβλητος έως και το τέλος της Ερυθρής περιόδου (2.200 π.Χ.). Πρόκειται για μεγάλο επίμηκες κτήριο, διαστάσεις 16,80μ.x3,75 μ. εσωτερικά και 19,50×6,50 μ. εξωτερικά, με προσανατολισμό Ν/ΝΔ-Β/ΒΑ. Είναι διαμορφωμένο από παχιά τοιχοποιία, πλάτους έως και το 1,50 μ. στην κορυφή και 2 μ. στη βάση, με κυμαινόμενο ύψος από 4,50 έως 5,40 μ. Παρουσιάζει «έμπλεκτο σύστημα δόμησης» με εμφανή την προσπάθεια διαμόρφωσης οριζόντιων διαχωριστικών ζωνών. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, κάτω από τη θεμελίωση του κτηρίου, ήρθαν στο φως παλαιότερα οικιστικά κατάλοιπα, τα οποία χρονολογούνται στην πρώιμη φάση της Κυανής περιόδου.
Αρχικά, ο Χώρος 28 φαίνεται να αποτελούσε μια μεμονωμένη κατασκευή στα πρότυπα των «λιθόκτιστων κιβωτίων» (casemate wall technique) με τον ανατολικό τοίχο να λειτουργεί ως αναλημματικός για την συγκράτηση των πρανών. Στις επόμενες οικιστικές φάσεις (Πράσινη και Ερυθρή περίοδος, 2.800-2.200 π.Χ.) κατά τις οποίος η Πολιόχνη επεκτάθηκε προς τα Δυτ., το κτήριο ενσωματώθηκε στον οικιστικό πυρήνα της πόλης και αποτέλεσε έναν επιπλέον χώρο για χρήση.
Ομοιότητες που παρουσίασε ο χώρος με αντίστοιχες δομικές κατασκευές αποθηκευτικής χρήσης στην Ανατολία, οδήγησε του Ιταλούς ανασκαφείς να ορίσουν τον χώρο ως «Σιταποθήκη». Σήμερα ο Χώρος 28 στο μεγαλύτερο μέρος του είναι επιχωματωμένος με σκοπό τόσο την προστασία των αρχιτεκτονικών καταλοίπων που είχαν εντοπιστεί σε χαμηλότερα στρώματα όσο και για την αναλημματική υποστήριξη των παράπλευρων τοιχοποιιών.
- Κτήριο Α- Μέγαρο 605 (ΝησίδαVIII)
Οι χώροι του κτηρίου A (601-616) αναπτύσσονται στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα της νησίδας VIII. Χρονολογούνται στην Κίτρινη οικοδομική φάση του οικισμού (2.200 – 2.000/1.900 π.Χ.) με παρουσία μεταγενέστερων κατασκευαστικών φάσεων, οι οποίες αφορούν κυρίως προσθήκες και διευθετήσεις νέων ανοιγμάτων. Αρχικά, το σύνθετο μεγαροειδές κτήριο ανοιγόταν στην πλακόστρωτη πλατεία (103), η οποία αποτελούσε δημόσιο χώρο συναθροίσεων και κόμβο κυκλοφορίας. Μεταγενέστερα, το κτήριο διαχωρίστηκε από το χώρο της πλατείας και η είσοδος σε αυτό γινόταν μέσω ενός στενού διαδρόμου (601-602) που οδηγούσε στη λιθόστρωτη αυλή (603). Η αυλή κατέληγε στον προθάλαμο (604) και από εκεί στον βασικό χώρο του κτηρίου, το επονομαζόμενο «μέγαρο» (605).
Η είσοδος του μεγάρου βρισκόταν στη Ν στενή πλευρά του κτηρίου με τη στρόφιγγα της θύρας να διατηρείται ανέπαφη στα δεξιά του εισερχόμενου. Στις δύο γωνίες του (ΝΑ και ΝΔ) παρουσιάζονται λιθόκτιστες κατασκευές (πάγκοι), ενώ στη Β πλευρά σώζει τμήμα λιθόστρωσης, με τυπικό δάπεδο στεγασμένου χώρου. Ένα άνοιγμα στα ΒΔ του μεγάρου εξυπηρετούσε την είσοδο στους υπόλοιπους βοηθητικούς χώρους του κτηρίου (606-609), οι οποίοι κατασκευάστηκαν ενιαία με το μέγαρο και βρίσκονται στα δυτικά του. Ο χώρος (606) πιθανότατα είχε χρήση κλιμακοστασίου, ενώ οι διαδοχικοί χώροι (607 & 608) είχαν αποθηκευτική χρήση, όπως δηλώνει και ο μεγάλος αριθμός πίθων που εντοπίστηκαν εκεί. Ο νοτιότερος εξ αυτών χώρος (609) οδηγεί εκτός του βασικού κτηρίου σε ένα στενό διάδρομο (611). Από εκεί, μέσω μιας δεύτερης «εσωτερικής» αυλής (616), μεταξύ των δύο σύγχρονων μεταξύ τους κτηρίων (Α & Β) στην ίδια νησίδα, μπορούσε να εισέλθει κανείς σε μικρά δωμάτια.
Ο φωτισμός και ο αερισμός του κτηρίου εξασφαλίζονταν από τα Αν. μέσω της οδού 105, Δυτ. μέσω του διαδρόμου (611) και της εσωτερικής αυλής (616) και Ν από την κεντρική αυλή (603). Ένας λιθόκτιστος αγωγός κατά μήκος του διάδρομου (611) συνέβαλε στην απορροή των υδάτων της στέγης αλλά και στην γενικότερη αποστράγγιση του κτηρίου, με πιθανή απόληξη στο πηγάδι της πλατείας 103.
Στην τελευταία οικοδομική φάση, το κτήριο πλαισιώθηκε με νέες κατασκευές επί της πλακόστρωτης πλατείας και της κεντρικής οδού 105. Η νέα αυτή διαχείριση του ιδιωτικού χώρου εις βάρος του δημόσιου, παρουσιάζει νέους κοινωνικούς μετασχηματισμούς, σύμφωνα με τους οποίους αν και οι ιδιωτικοί χώροι αυξήθηκαν, τα οικιστικά όρια της πόλης παρέμειναν αμετάβλητα.
Τόσο η θέση του κτηρίου στην πλατεία του οικισμού, όσο και το μέγεθός του σε συνδυασμό με την επιμελημένη κατασκευή αλλά και τα σημαντικά ευρήματα που εντοπίστηκαν στο εσωτερικό του, το κατατάσσουν σε μία από τις σημαντικότερες κατοικίες της Πολιόχνης την περίοδο αυτή. Ένα από τα σπανιότερα ευρήματα της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο βρέθηκε εσωτερικά του κτηρίου και πρόκειται για έναν σφραγιδοκύλινδρο από ελεφαντόδοντο, βορειο-συριακού τύπου με παράσταση ανθρώπων και ζώων, ο οποίος φαίνεται να ανήκε σε άτομο κύρους που διέμενε στο κτίσμα.
- Κτήριο ΧΙΙΙ (Νησίδα XIII)
Το κτήριο ΧΙΙΙ αποτελεί ένα ενιαίο, αυτόνομο, σύνθετο μεγαροειδές κτίσμα. Χρονολογείται στην Ερυθρή περίοδο (2.500 – 2.200π.Χ.) και παρουσιάζει τρεις κατασκευαστικές φάσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα και αφορούν κυρίως προσθήκες και διευθετήσεις ανοιγμάτων επικοινωνίας.
Το κτίσμα καταλαμβάνει έκταση 353τ.μ. και καλύπτει όλη την ομώνυμη νησίδα. Εντάσσεται εντός χαμηλού κτιστού περιβόλου και είχε πρόσβαση από Ν μέσω του παρακείμενου οδικού άξονα. Μια εσωτερική λιθόστρωτη αυλή (831) οδηγούσε στο χώρο του μεγάρου (832), ενώ στα Δυτ. του μια δεύτερη, μικρότερη, εσωτερική, λιθόστρωτη αυλή (828), γύρω από την οποία διαρθρώνονταν χώροι, εξασφάλιζε επιπλέον φωτισμό και αερισμό στο μέγαρο. Στην τελευταία οικοδομική φάση, νέοι χώροι διαμορφώθηκαν στα Ανατ. επί της κεντρικής αυλής (833&834). Η πρόσβαση στους χώρους αυτούς γινόταν και πάλι διαμέσου της αυλής, ενώ πάρα τις νέες κατασκευαστικές αλλαγές το εξωτερικό περίγραμμα της νησίδας παρέμεινε αναλλοίωτο.
Το κτήριο XIII αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής κατασκευής για την περίοδο στην οποία εντάσσεται, καθώς παρουσιάζει ολοκληρωμένη κάτοψη με σαφή χρήση. Επιπλέον, τόσο το μέγαρο, όσο και η αυλή του, φαίνεται να είχαν και αναλημματικό ρόλο, στο πλαίσιο των λιθόκτιστων κιβωτίων, με κύριο σκοπό τη συγκράτηση των ευάλωτων πρανών στα Δυτ. εξαιτίας του χείμαρρου που πλαισιώνει την Πολιόχνη. Η διπλή αυτή λειτουργία του κτηρίου αποτελεί ένα ακόμη δείγμα μιας προηγμένης κοινωνικά και τεχνολογικά κοινωνίας.
Ένα σύνολο από (ορει)χάλκινα όπλα και εργαλεία που αποκαλύφθηκαν στο εσωτερικό του χώρου 829 δίνει επιπλέον πληροφορίες τόσο για το χώρο όσο και για τους ενοίκους του σπιτιού.
- Μέγαρο 317
Στο ψηλότερο σημείο του λόφου της Πολιόχνης, ανεξάρτητο από άλλες κατασκευές και ελεύθερο στο χώρο χωροθετείται το μέγαρο 317. Παρουσιάζει τραπεζοειδή κάτοψη και εσωτερικές διαστάσεις 7,50×2,70×3,90μ. Η διέλευση στο μέγαρο γινόταν από την κεντρική οδό 105, όπου βρισκόταν και η δεύτερη και μικρότερη πλατεία του οικισμού με το πηγάδι. Την είσοδο στο κτίσμα εξασφάλιζε, μέσω του προθάλαμου, ένα άνοιγμα στη Ν στενή πλευρά του.
Αρχιτεκτονικά, το Μέγαρο 317 αποτελεί μοναδικό παράδειγμα στο χώρο της Πολιόχνης. Πρόκειται για αδρή και στιβαρή κατασκευή με ισχυρούς τοίχους από κροκάλες και μεγάλες μονολιθικές ψαμμιτικές πλάκες, εγχώριας προέλευσης που φτάνουν σε μήκος έως και 1,80μ. Εξωτερικά, στον Ανατ. τοίχο, όρθιοι πλακοειδείς λίθοι λειτουργούσαν ως ορθοστάτες. Τόσο η μνημειακή μορφή του κτηρίου, όσο και η θέση του στο χώρο, κοντά στην πλατεία του οικισμού αλλά ταυτόχρονα και απομακρυσμένο από τους γύρω κτηριακούς χώρους, σε συνδυασμό με τον σταθερό προσανατολισμό του από την Πράσινη έως και την Κίτρινη περίοδο (2.800-2.000/1.900 π.Χ.), οδήγησε του πρώτους ανασκαφείς να ταυτίσουν το κτίσμα με χώρο δημόσιας λατρείας.
Στο τέλος της Κίτρινης περιόδου, ο μεγάλος σεισμός που σημειώθηκε περί το 2.100π.Χ., προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο κτίσμα, ενώ δύο από τους κατοίκους του οικισμού, οι οποίοι φαίνεται ότι την ώρα του αιφνίδιου γεγονότος ήταν στο χώρο, δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν και καταπλακώθηκαν στο εσωτερικό του.
ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΧΝΗΣ
Πολύτιμα ερμηνευτικά εργαλεία για την κατανόηση του τρόπου ζωής των ανθρώπων που έζησαν στην Πολιόχνη αδιάλειπτα για περίπου 1.500 χρόνια, αποτελούν τα χιλιάδες πήλινα, λίθινα, μετάλλινα και οστέινα αντικείμενα που εντοπίστηκαν και περισυλλέχθηκαν κατά την περίοδο των ανασκαφικών εργασιών στο χώρο.
- Πήλινα αντικείμενα
«δέπας αμφικύπελλον»
Ένα από τα πιο γνωστά αγγεία της Πολιόχνης είναι το επονομαζόμενο «δέπας αμφικύπελλον». Η ονομασία του αγγείου ως «δέπας» προέρχεται από την πρωτοινδοευρωπαϊκή ρίζα dheup– που σημαίνει βαθύ, κοίλο και απαντά για πρώτη φορά στις γραπτές πηγές στην Ιλιάδα του Ομήρου, τον 8ο αιώνα π.Χ. Περιγράφεται ως πολυτελές αγγείο με διπλή λειτουργία, άλλοτε ως χρηστική κούπα για την κατανάλωση κρασιού και άλλοτε ως τελετουργικό σκεύος για την πραγματοποίηση σπονδών:
Απόσπασμα 1:
«πὰρ δὲ δέπας περικαλλές, ὃ οἴκοθεν ἦγ᾽ ὁ γεραιός,
χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον· οὔατα δ᾽ αὐτοῦ
τέσσαρ᾽ ἔσαν, δοιαὶ δὲ πελειάδες ἀμφὶς ἕκαστον
χρύσειαι νεμέθοντο, δύω δ᾽ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν.
ἄλλος μὲν μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης
πλεῖον ἐόν, Νέστωρ δ᾽ ὁ γέρων ἀμογητὶ ἄειρεν.»
(Ομήρου, Ιλιάδα, Λ, 632-637)
«στερνά την ώρια κούπα, ο γέροντας που ‘χε απ᾿ την Πύλο φέρει,
την πλουμισμένη με χρυσόκαρφα, και τέσσερα τη ζώναν
αφτιά᾿ σε κάθε αφτί δεξόζερβα χρυσά βοσκολογουσαν
δυο περιστέρια, κι από κάτω της διπλοί βρίσκονταν πάτοι.
Γεμάτη αv ήταν, άλλος δύσκολα να την κουνήσει μπόρειε,
μα ο γέρο Νέστορας ανέκοπα την έφερνε στα χείλια»
(μτφρ. Ν. Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή)
Απόσπασμα 2:
«ἔνθα δέ οἱ δέπας ἔσκε τετυγμένον, οὐδέ τις ἄλλος
οὔτ᾽ ἀνδρῶν πίνεσκεν ἀπ᾽ αὐτοῦ αἴθοπα οἶνον,
οὔτέ τεῳ σπένδεσκε θεῶν, ὅτε μὴ Διὶ πατρί.
τό ῥα τότ᾽ ἐκ χηλοῖο λαβὼν ἐκάθηρε θεείῳ
πρῶτον, ἔπειτα δ᾽ ἔνιψ᾽ ὕδατος καλῇσι ῥοῇσι,»
(Ομήρου, Ιλιάδα, Π, 225-229)
«Μαστορεμένη κούπα εφύλαγεν εκεί᾿ με τούτην άλλος
άντρας κρασί ποτέ δεν έπινε φλογόμαυρο, και μήτε
σε άλλο θεό σπονδές επρόσφερνε, μόνο στο Δία πατέρα.
Την πήρε τότε απ᾿ την κασέλα του, την πάστρεψε με θειάφι,
με λαγαρό νερό τρεχούμενο την ξέπλυνε κατόπι»
(μτφρ. Ν. Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή)
Toν 2ο – 3ο αιώνα μ.Χ. ο Αθήναιος, στο έργο του Δειπνοσοφιστές (XI, 387), αναφέρει το «δέπας αμφικύπελλον» ως κούπα αμφίκυρτη, ενώ πολύ αργότερα τον 19ο αιώνα, ο Γερμανός αρχαιολόγος Heinrich Schliemann (1822-1890) δανείστηκε τον όρο αυτό για να περιγράψει τα κύπελλα με στενόμακρο κυλινδρικό σώμα και δύο κάθετες καμπυλωτές ή καρδιόσχημες λαβές, τα οποία εντόπισε στην Τροία ΙΙc (ΠΕΧ ΙΙ 2.500-2.200 π.Χ.) θεωρώντας εσφαλμένα, ότι ερευνούσε τη μεταγενέστερη περίοδο της Τροίας, στην οποία αναφερόταν ο Όμηρος στα έργα του.
Το «δέπας αμφικύπελλον» αποτελεί εμβληματικό αγγείο για τον πολιτισμό του Αιγαίου και παρουσιάζει διάφορες παραλλαγές. Χρονολογείται στα τέλη της Πρωτοχαλκής περιόδου (2200-2050 π.Χ.), δηλώνοντας δίκτυα επαφών που περιλαμβάνουν την περιοχή ολόκληρου του αιγαιακού χώρου, την Βαλκανική, την Κεντρική και ΝΑ Ανατολία, καθώς και τη Βόρεια Συρία.
Στην Πολιόχνη ο τύπος αυτός αγγείου εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά την Κίτρινη περίοδο (2.200 – 2.000/1.900 π.Χ.), πολύ αργότερα από την Τροία και ταξινομείται σε δύο βασικές κατηγορίες: στην πρώτη ανήκουν τα πιο επιμελημένα αγγεία με λεπτά τοιχώματα, λειασμένα και επιχρισμένα, ενώ στη δεύτερη τα πιο ανθεκτικά και βαριά, κατάλληλα για καθημερινή χρήση.
Ως προς το χρηστικό ρόλο αγγείου, η αδυναμία στερέωσής του σε όρθια στάση δημιουργεί προβληματισμούς, με το ερώτημα αν πρόκειται για ένα σκεύος καθημερινής χρήσης ή για ένα αγγείο τελετουργικού πιθανότατα χαρακτήρα, να παραμένει μέχρι σήμερα ανοιχτό.
Χύτρες
Πληθώρα χρηστικών αγγείων έχουν βρεθεί στον οικισμό και εξυπηρετούσαν τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων. Πήλινες χύτρες, άλλοτε τριποδικές και άλλοτε όχι, με κάθετες ή οριζόντιες λαβές, χρησίμευαν τόσο για την παρασκευή του φαγητού, όσο και ως πηγές θερμότητας και φωτισμού. Ο εντοπισμός θραυσμάτων από χύτρες σε αυλές σπιτιών φανερώνει, ότι η διαδικασία του μαγειρέματος γινόταν εξωτερικά του σπιτιού, σε ανοιχτό χώρο. Στις περιπτώσεις των κοινόχρηστων αυλών, η άποψη αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς υποδηλώνεται και η από κοινού προετοιμασία φαγητού, ως συλλογική διαδικασία, η οποία φαίνεται να συνέδεε τα μέλη όμορων νοικοκυριών.
Αμφορείς
Μεγάλα αποθηκευτικά πιθάρια, τα οποία εντοπίστηκαν στον οικισμό, αποτελούν αγγεία υψηλής δεξιοτεχνίας και εξειδικευμένης εργασίας. Κατασκευάζονταν από πηλό, μέσα σε ειδικές θερμικές κατασκευές, με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη δυνατή διάρκεια ζωής τους.
- Λίθινα αντικείμενα
Τα λίθινα αντικείμενα της Πολιόχνης περιλαμβάνουν κυρίως εργαλεία, όπλα, ειδώλια και κοσμήματα, ορισμένα από τα οποία υποδεικνύουν δίκτυα διακίνησης πρώτων υλών αλλά και τελικών προϊόντων. Τα άφθονα ηφαιστειογενή πετρώματα του νησιού χρησιμοποιήθηκαν ως πρώτη ύλη για την κατασκευή λίθινων εργαλείων και τριβείων, τα οποία κατασκευάζονταν από τους κατοίκους εντός του οικισμού. Όταν μάλιστα κάποια από τα εργαλεία δεν είχαν πια χρηστικό ρόλο, λειτουργούσαν σε δεύτερη χρήση, ως δομικό υλικό, όπως πιστοποίει η παρουσία μυλόλιθων και τριβείων σε διάφορες τοιχοποιίες οικιστικών χώρων στον οικισμό.
- Μεταλλικά αντικείμενα
Στην Πολιόχνη, η τέχνη επεξεργασίας των μετάλλων σημειώνεται ήδη κατά τις πρώιμες φάσεις κατοίκησης του χώρου. Δεδομένου ότι το νησί της Λήμνου δεν διέθετε μεταλλοφόρα κοιτάσματα, τα μεταλλικά αντικείμενα στην Πολιόχνη είτε εισάγονταν, είτε κατασκευάζονταν στο χώρο, εφόσον είχε εξασφαλιστεί η προμήθεια της πρώτης ύλης και αφορούσαν κυρίως εργαλεία, όπλα και κοσμήματα.
Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σχετικά με την προέλευση των μεταλλικών αντικειμένων στον οικισμό οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η έλευση της πρώτης ύλης ή των τελικών προϊόντων γινόταν από την ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και από πηγές της Ανατολίας, ενώ στην τελευταία περίοδο κατοίκησης του χώρου, κατά την οποία η Πολιόχνη κατείχε καθοριστική θέση στην αιγαιακή εμπορική δραστηριότητα, φαίνεται ότι αυξήθηκαν οι εισαγωγές κασσιτερούχου χαλκού από τον Πόντο και την περιοχή της Ανατολίας.
Η ανθεκτικότητα που παρουσιάζει ο ορείχαλκος συντέλεσε καθοριστικά στην εκτεταμένη χρήση ορειχάλκινων εργαλείων, τα οποία συνέβαλλαν στη βελτίωση των γεωργικών και κτηνοτροφικών εργασιών, στην αλιεία, αλλά και σε καθημερινές εργασίες εντός των σπιτιών. Μάλιστα, η καλή ποιότητα του μετάλλου συνέβαλλε καθοριστικά στην παρατεταμένη χρήση και από τις επόμενες γενιές εργαλείων και όπλων από ορείχαλκο, όπως εγχειρίδια και πελέκεις.
Τα κοσμήματα και τα εξαρτήματα ένδυσης κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην κατηγορία των μετάλλων και περιλαμβάνουν κυρίως χάλκινες περόνες και περίαπτα από άργυρο και χαλκό.
Το 1956, η ανεύρεση ενός συνόλου κοσμημάτων από τους συνεργάτες του Bernabὸ Brea, εντός του Δωματίου 643, σε γειτονικό κτήριο του μεγάρου 605, αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της Πολιόχνης. Πρόκειται για τον περίφημο «θησαυρό της Πολιόχνης», ο οποίος περιελάμβανε 1598 τεχνουργήματα, εκ των οποίων τα 1276 ήταν χρυσά, τα 320 αργυρά, ένα χάλκινο και ένα από σαρδόνυχα. Ανάμεσα στα σπουδαιότερα χρυσά ευρήματα ήταν μια περόνη με σπείρες και πουλιά, ενώτια, περιλαίμια, κομβία και χάντρες από περιδέραια που χρονολογούνται στην Κίτρινη Περίοδο κατοίκησης (2.200 – 2.000/1.900 π.Χ.). Τα σπάνιας καλαισθησίας κοσμήματα σε συνδυασμό με την πρωτοποριακή για την εποχή επεξεργασία, η οποία συνδύαζε τη συρματερή τεχνική με τη τεχνική του σφυρήλατου ελάσματος και της αλυσίδας, παρουσιάσουν ομοιότητες με αντίστοιχα κοσμήματα της ίδιας περιόδου στον αποκαλούμενου «θησαυρό του Πριάμου» από την αντίπερα όχθη του Αιγαίου, την Τροία. Καθώς στην Πολιόχνη δεν έχει σημειωθεί μεταλλουργική δραστηριότητα, το σύνολο των κοσμημάτων της αποτέλεσαν προϊόντα εισαγωγής από κέντρο της Ανατολίας και προοριζόταν πιθανόν για κάποια εξέχουσα γυναικεία μορφή του οικισμού.
- Σφραγίδες
Σφραγίδες πήλινες, χάλκινες, από αλάβαστρο και ελεφαντόδοντο έχουν έρθει έως σήμερα στο φως στην Πολιόχνη. Είναι αντιπροσωπευτικές για όλες τις φάσεις κατοίκησης του χώρου και φανερώνουν την ύπαρξη σύνθετων κοινωνικών και οικονομικών δόμων. Οι σφραγιστικές επιφάνειες φέρουν κυρίως γραμμικά και γεωμετρικά μοτίβα, όπως πλέγμα, σταυρό με συστήματα γωνιών στα τεταρτοκύκλια, ενάλληλους ρόμβους, κυματοειδή σχέδια, ομόκεντρους στικτούς κύκλους κ.ά. Με εξαίρεση την χάλκινη σφραγίδα, η οποία χρονολογείται την Ερυθρή περίοδο (2.500 – 2.200 π.Χ.) και αποτελεί ένα από τα πρωιμότερα δείγματα χάλκινων σφραγισμάτων στο Αιγαίο, οι υπόλοιπες φέρουν λαβές και οπή ανάρτησης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζει ο κυλινδρικός σφραγιδόλιθος από ελεφαντοστό, μήκους 0,05μ., ο οποίος κοσμείται με σύνθετη εικονιστική παράσταση που περιλαμβάνει ομάδες ζώων, ανθρώπων και αφηρημένα μοτίβα. Βρέθηκε στο Κτήριο Α- Μέγαρο 605 (Νησίδα VIII) και αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό εύρημα στο χώρο, ομοιάζοντας τεχνοτροπικά με σφραγιδοκυλίνδρους συριακού τύπου.
Η ΠΟΛΙΟΧΝΗ ΩΣ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Η μετατροπή του προϊστορικού οικισμού της Πολιόχνης από ένα μικρό χωρίο ανοιχτού τύπου με ελεύθερες καλύβες στο χώρο σε ένα σφιχτά οργανωμένο πόλισμα με σύνθετες κατοικίες εγγεγραμμένες σε οριοθετημένες ζώνες εντός κτιστού περιβόλου, αποτελεί τομή στην ιστορία της οργάνωσης του χώρου, καθώς η ανάγκη αυτή προϋποθέτει την αμοιβαία αποδοχή των μελών της, ως μια ομάδα που διαφοροποιείται από άλλες κοινότητες, οι οποίες βρίσκονται εκτός της οριοθετημένης αυτής ζώνης. Δημιουργήθηκε με τον τρόπο αυτό μια συλλογική ταυτότητα που διαχώρισε τους κατοίκους «εντός» του περιβόλου από τους κατοίκους που δρουν «εκτός» αυτού. Στην περίπτωση αυτή, ο περίβολος του οικισμού σηματοδότησε το όριο δράσης της κοινότητας, η οποία ερμηνεύτηκε ως μια προηγμένη κοινωνική δομή, απόρροια της εξειδίκευσης, της εντατικοποίησης, της παραγωγής και της δυνατότητας αποθήκευσης πλεονάσματος με απώτερο σκοπό την γενικότερη οικονομική και κοινωνική ευημερία των κατοίκων.
Η πρωτοπορία της Πολιόχνης σε όλους τους παραπάνω τομείς και η μοναδικότητά της ανάμεσα στους υπόλοιπους γνωστούς προϊστορικούς οικισμούς της Ευρώπης, της προσέδωσαν το χαρακτηρισμό της αρχαιότερης πόλης της Ευρώπης. Αν και σήμερα, τόσο τα αρχαιολογικά δεδομένα όσο και η έρευνα γύρω από προϊστορικούς οικισμούς με παρόμοιο χαρακτηριστικά όπως της Πολιόχνης έχουν εμπλουτιστεί ιδιαίτερα, παρόλα αυτά η πρωιμότητα, η σημασία και η επίδραση των επιτευγμάτων του σημαντικότατου αυτού προϊστορικού οικισμού στο γεωγραφικό και πολιτισμικό της πλαίσιο παραμένει αναμφισβήτητη.
Η ΠΟΛΙΟΧΝΗ ΣΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥΣ & ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
Αν και η Πολιόχνη μετά την οριστική εγκατάλειψή της δεν ξανακατοικήθηκε, ενδείξεις ανθρώπινης δραστηριότητας σημειώνονται στο χώρο κατά την περίοδο των ιστορικών χρόνων, τόσο εντός του οικισμού όσο και στον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο του.
Πιο ειδικά, εξωτερικά του οικιστικού πλέγματος εντοπίστηκαν δομικά κατάλοιπα των ύστερων ιστορικών χρόνων, ενώ εντός της πόλη, η παρουσία κιβωτιόσχημων τάφων, που ανάγονται στους βυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται στον 12ο -13ο αιώνα, διάσπαρτα χωροθετημένες μεταξύ των προϊστορικών κτηρίων, υποδηλώνει μια υποτυπώδη ιστορική συνέχεια στην περιοχή, με τμήματα της μικρής εγκαταλειμμένης πια προϊστορικής πόλης, να ήταν όπως φαίνεται ως τότε ακόμη ορατά.
ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Ο προϊστορικός οικισμός της Πολιόχνης προστατεύεται από το Υπουργείο Πολιτισμού με φορέα προστασίας την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις της αρχαιολογικής νομοθεσίας (Ν. 3028/2002 (ΦΕΚ A 153/28-06-2002). Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς και την ΥΑ 15794/19-12-1961 – ΦΕΚ 35/Β/2-2-19624 (περί χαρακτηρισμού ως ιστορικών διατηρητέων μνημείων και αρχαιολογικών χώρων), την ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ20/5372/234/1-2-1999 – ΦΕΚ 126/Β/18-2-19995 (συμπλήρωση κήρυξης αρχαιολογικού χώρου Πολιόχνης Λήμνου – οριοθέτηση αρχαιολογικού χώρου) και την ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ20/5372/234/1-2-1999 – ΦΕΚ 126/Β/18-2- 19996 (καθορισμός ζώνης Α απολύτου προστασίας αδόμητης και χρήσεων γης εντός των ορίων της στον αρχαιολογικό χώρο Πολιόχνης στη Λήμνο)