Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ
Το Κουκονήσι βρίσκεται στα ΝΔ της Λήμνου, στο ΒΑ τμήμα του μυχού του κόλπου του Μούδρου και σε κοντινή απόσταση από τον ομώνυμο οικισμό. Πρόκειται για μια μικρή νησίδα ακανόνιστης ωοειδούς κάτοψης, μήκους περίπου 470 μ., πλάτους περίπου 380 μ. και μέγιστο ύψος 10 μ. στο Β τμήμα της, όπου και η θέση με την ονομασία «Κούκονος». Το νησί βρίσκεται σε απόσταση 400 μ. περίπου από την πλησιέστερη ανατολική ακτογραμμή και επικοινωνεί με αυτήν μέσω ενός επιχωματωμένου λιθόστρωτου στενού δρόμου, ο οποίος εξυπηρετούσε κυρίως στη διέλευση χωρικών για την καλλιέργεια σιτηρών, τα οποία ήταν σπαρμένα σε ολόκληρη την έκταση του χώρου.
Στην κορυφή της νήσου, ήδη από την δεκαετία του 1990, ο λημνιακής καταγωγής αρχαιολόγος Χρήστος Μπουλώτης, αποκάλυψε μέρος ενός σημαντικού προϊστορικού οικισμού με αδιάλειπτη κατοίκηση που χρονολογείται από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3.200 π.Χ.) έως και την Ύστερη Χακλοκρατία (1.700-1.100 π.Χ.), ενώ διάσπαρτα μεταγενέστερα ευρήματα στο χώρο πιστοποιούν ανθρώπινη δραστηριότατα στον οικισμό, η οποία φτάνει έως και τις αρχές των ιστορικών χρόνων.
Σήμερα, η γεωμορφολογία της περιοχής δεν θυμίζει σε τίποτα την αρχική κατάσταση του χώρου, ο οποίος φαίνεται αρχικά να ήταν ενωμένος με την απέναντι ανατολική πλευρά του κόλπου του Μούδρου, σχηματίζοντας ένα είδος χερσονήσου. Η εξαιρετικά ευνοημένη γεωγραφική θέση του οικισμού στην καίρια στρατηγικής σημασίας θέση της Λήμνου, η οποία βρίσκεται απέναντι από την Τροία και αποδείχτηκε από πολύ νωρίς θαλάσσιο σταυροδρόμι κομβικής σημασίας για το Β-ΒΑ Αιγαίο, με καθοριστικό ρόλο για τη διέλευση στα στενά του Ελλησπόντου και για την πρόσβαση στη ΒΔ Μικρά Ασία και τη θρακική χώρα, συνέβαλαν καθοριστικά, ώστε να αποτελέσει το Κουκονήσι ένα σημαντικό κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου στο Αιγαίο.
Οι εκτεταμένες εύφορες πεδιάδες και τα βοσκοτόπια που απλώνονταν στην γύρω περιοχή, καθώς και οι επάλληλες οικιστικές φάσεις που παρουσίασε ο οικισμός, οι οποίες χαρακτηρίζονται από πυκνή δόμηση με σημαντικά οικοδομικά κατάλοιπα, σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό κινητών ευρημάτων που αποκαλύφθηκαν στο χώρο, πιστοποιούν την παρουσία ενός ακμάζοντα προϊστορικού οικισμού, ο οποίος λειτούργησε ως ένα αναγκαίο και ασφαλές αγκυροβόλιο στον κόλπο του Μούδρου με ανεμογενή θαλάσσια ρεύματα, ιδιαίτερα ευνοϊκά για την άσκηση της ναυσιπλοΐας.
Οι βασικές ασχολίες των κατοίκων ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ οι ίδιοι επιδόθηκαν και σε περαιτέρω δραστηριότητες, όπως η οικοτεχνική και η βιοτεχνική, η κατεργασία μαλλιού, η υφαντουργία, η λιθοτεχνία, η αγγειοπλαστική και η χαλκοτεχνία.
Με τα έως τώρα ανασκαφικά δεδομένα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον οικισμό παρουσιάζει η περίοδος κατοίκησης που ανάγεται στην Μέση Εποχή του Χαλκού (2.000/1.900-1.700/1650 π.Χ.) κατά την οποία χρονολογούνται οι μεγάλοι αποθηκευτικοί χώροι. Την περίοδο αυτή αποκαλύφθηκαν σημαντικά στοιχεία για την πολεοδομική οργάνωση του οικισμού, τη λειτουργία των επιμέρους χώρων και την άσκηση οικοδραστηριοτήτων, όπως η υφαντική, η λιθοτεχνία, η αγγειοπλαστική, η μεταλλοτεχνία κ.ά. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, το Κουκονήσι αποτέλεσε σημαντικό χώρο εγκατάστασης των Μυκηναίων στη Λήμνο.
Η ανύψωση της στάθμης της θάλασσας κατά τους πρώτους ιστορικούς χρόνους, φαίνεται να συνέβαλε καθοριστικά στην σταδιακή εγκατάλειψη της πόλης. Οι λιγοστοί κάτοικοι που είχαν παραμείνει στο χώρο εικάζεται ότι μετατοπίστηκαν στην γειτονική πόλη της Ηφαιστίας, στον κόλπο του Πουρνιά, η οποία από τους αρχαϊκούς χρόνους και μετά άκμασε επί αιώνες παράλληλα με τη Μύρινα, τη δεύτερη σημαντική πόλη της Λήμνου κατά τους ιστορικούς χρόνους.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Αν και ήδη από την δεκαετία του ΄80 το Κουκονήσι είχε προκαλέσει το επιστημονικό ενδιαφέρον, οι πρώτες ανασκαφικές εργασίες στο χώρο ξεκίνησαν το 1992 υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Χρήστου Μπουλώτη, σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών και την τότε αρμόδια Κ΄ Εφορεία Κλασικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων. Την περίοδο εκείνη ήρθε στο φως μέρος ενός νέου προϊστορικού οικισμού, ο τρίτος κατά σειρά συστηματικά ανεσκαμμένος στο νησί της Λήμνου, μετά την Πολιόχνη και την Προϊστορική Μύρινα, αποτελώντας έναν πολυσήμαντο οικιστικό χώρο για την περίοδο της προϊστορίας σε ολόκληρη την περιοχή του Αιγαίου.
Τον Σεπτέμβριο του 1992, ύστερα από προκαταρκτικές έρευνες στο χώρο, διενεργήθηκε για πρώτη φορά ολιγοήμερη ανασκαφική έρευνα στο χαμηλότερο ανατολικό τμήμα της νησίδας. Δύο χρόνια αργότερα, το 1994, στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος από την Ακαδημία Αθηνών, με τίτλο «Έρευνα στον προϊστορικό οικισμό Κουκονήσι Λήμνου», ξεκίνησαν συστηματικές ανασκαφικές εργασίες στο ΒΑ πλάτωμα του νησιού, στη θέση «Κούκονος». Η επιλογή της συνέχισης της συστηματικής έρευνας στο πλάτωμα αυτό δεν ήταν τυχαία και σχετιζόταν άμεσα τόσο με την έντονη πυκνότητα επιφανειακών ευρημάτων διαφορετικών εποχών που εντοπίστηκαν εκεί όσο και με τη βάσιμη πεποίθηση, ότι ολόκληρο το πλάτωμα, ως το υψηλότερο της νησίδας, δημιουργήθηκε τεχνητά εξαιτίας της συνεχής κατοίκησης στο χώρο. Από τις πρώτες κιόλας ανασκαφικές εργασίες στη θέση ήλθαν στο φως οικοδομικά κατάλοιπα από επάλληλες οικιστικές φάσεις που χρονολογούνται κυρίως στην Μέση Εποχή του Χαλκού (2000/1900 π.Χ.-17 αι. π.Χ.). Τα κλειστά ανασκαφικά σύνολα, τα οποία σφραγίσθηκαν έπειτα από σεισμούς σε διάφορες χρονικές περιόδους, η άφθονη ντόπια και εισηγμένη κεραμική, καθώς και τα πολυάριθμα κινητά ευρήματα που εντοπίστηκαν στο χώρο έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες τόσο για τη ζωή και τη δράση των ανθρώπων που έζησαν εκεί όσο και για το σύνολο επαφών του οικισμού, σκιαγραφώντας τη γενικότερη παρουσία και το ρόλο του Κουκονησίου στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο.
Έως σήμερα οι ανασκαφικές έρευνες στο χώρο παραμένουν σε εξέλιξη, αποκαλύπτοντας σταδιακά έναν πολυσήμαντο λιμένιο οικισμό, ο οποίος ήκμασε για δύο περίπου χιλιετίες κατά την Πρώιμη, Μέση και Ύστερη Χαλκοκρατία (3200/3000 π.Χ.-12ος αι. π.Χ.) με σημαντικά κατάλοιπα του μινωϊκού και μυκηναϊκού πολιτισμού, αλλά και μεταγενέστερα που τεκμηριώνουν τη φθίνουσα κατοίκηση στο χώρο έως και τους πρωτογεωμετρικούς και αρχαϊκούς χρόνους.
Στη μελέτη των ύστερων οικιστικών φάσεων του προϊστορικού οικισμού ανασταλτικοί παράγοντες αποτέλεσαν τόσο η μακραίωνη και παρατεταμένη άροση των αγροτεμαχίων στο Κουκονήσι όσο και η εκτεταμένη λήψη οικοδομικού υλικού από τη θέση με σκοπό την ανοικοδόμηση νεότερων οικιστικών χώρων, από τους κατοίκους της περιοχής του Μούδρου. Επιπλέον, η παρουσία χαρακώματος στο πλάτωμα «Κούκονος» από τον συμμαχικό στρατό κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, πλάτους 0,60-0,70 μ. και βάθους 1,80 μ. προκάλεσε μεγάλη διατάραξη στις οικοδομικές φάσεις του οικισμού, κυρίως κατά την Μέση και Ύστερη περίοδο της Χαλκοκρατίας.
Ο ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ
Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3.200/3.000-2.000/1.900 π.Χ.)
Με τα έως τώρα ανασκαφικά δεδομένα, τα πρωιμότερα οικιστικά κατάλοιπα στο Κουκονήσι ανιχνεύονται στα ΒΑ της νησίδας, όπου χωροθετείται και το υψηλότερο πλάτωμα (Κούκονος). Χρονολογούνται την περίοδο της Πρώιμης Χαλκοκρατίας και παρουσιάζουν δύο οικιστικές φάσεις: η πρώτη ανάγεται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ΙΙ (2.500 – 2.200 π.Χ.) και αντιστοιχεί στην Ερυθρή περίοδο κατοίκησης της Πολιόχνης και η δεύτερη χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ΙΙΙ/Μέση Εποχή του Χαλκού (2.200 – 2.000/1.900 π.Χ.) και αντιστοιχεί στην Κίτρινη περίοδο της Πολιόχνης.
Την περίοδο αυτή, ο οικισμός φαίνεται να διαρθρώνεται γύρω από έναν κεντρικό δρόμο, ο οποίος οργάνωνε την πόλη σε δύο οικιστικές νησίδες, τη βόρεια και τη νότια. Κατά μήκος του δρόμου παρουσιάστηκαν επιμήκεις χώροι, ορθογώνιας σχεδόν κάτοψης και παράλληλοι μεταξύ τους. Επιπλέον δείγματα πρώιμης κατοίκησης εντοπίστηκαν και στην πλατιά κατωφερική ημικυκλική ζώνη που πλαισίωνε τον οικισμό προς τη θάλασσα, όπως αποδεικνύουν θραύσματα κεραμικής που εντοπίστηκαν στο χώρο και χρονολογούνται πριν το 2.200 π.Χ.
Μέση Εποχή του Χαλκού (2.000/1.900 π.Χ.-1.700/1.650 π.Χ.)
Κατά την Μέση Εποχή του Χαλκού, όταν ο γειτονικός οικισμός της Πολιόχνης βρισκόταν πια σε κατάσταση παρακμής, το Κουκονήσι διένυε μια ακμάζουσα περίοδο.
Κατά την μετάβαση από την 3η στη 2η χιλιετία π.Χ. ο οικισμός φαίνεται να επεκτάθηκε, στο πλαίσιο ανακατανομής του δομημένου χώρου. Την περίοδο αυτή κατασκευάστηκαν νέοι δρόμοι και διαμορφώθηκαν εκτεταμένες οικοδομικές νησίδες, στις οποίες ήταν χωροθετημένοι κτηριακοί χώροι. Τα νέα κτίσματα οικοδομήθηκαν πάνω σε παλαιότερα οικιστικά κατάλοιπα επιβεβαιώνοντας την αδιάλειπτη κατοίκηση στο χώρο, ενώ παρουσίασαν διαφορετικό προσανατολισμό προς αυτά, ήταν δηλαδή εγκάρσια δομημένα προς τους παλαιότερους χώρους. Οι οικίες παρουσιάζουν κατά κανόνα προσεγμένες τοιχοποιίες και σώζονται στην πλειοψηφία τους σε ικανοποιητικό ύψος. Χαρακτηριστική είναι η ανεύρεση μεγάλων αποθηκευτικών αγγείων in situ εντός εσωτερικού χώρου, καθώς και η αποκάλυψη μεγάλων επιμήκων κτηρίων, στον τύπο του «μεγάρου», εκ των οποίων το ένα φαίνεται να λειτούργησε ως εργαστήριο κατεργασίας πυριτόλιθου, όπως προέκυψε από τους δεκάδες σφαιρικούς αποφλοιωμένους πυρήνες, τις φολίδες και τα απολεπίσματα από διάφορα στάδια κατεργασίας που εντοπίστηκαν εκεί.
Το τέλος της περιόδου σηματοδοτείται από έναν ισχυρό σεισμό, ο οποίος συνοδευόμενος από μια εκτεταμένη πυρκαγιά, έπληξε τον οικισμό, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές στο χώρο.
Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1.650 π.Χ.-12ος αι. π.Χ.)– μινωική και μυκηναϊκή παρουσία
Μετά τον δυνατό σεισμό προς το τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού, οι κάτοικοι του Κουκονησιού επιδόθηκαν σε αναγκαίες επιχώσεις, ανακατασκευές και διαμορφώσεις, με τις παλαιότερες οδικές αρτηρίες να παραμένουν σε χρήση.
Κατά τους πρώιμους χρόνους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον οικισμό παρουσιάζει η αποκάλυψη μινωικών/μινωιζόντων στοιχείων, σε μια περίοδο όπου η ακτινοβολία της Κρήτης στο Αιγαίο ήταν αδιαμφισβήτητη. Το γεγονός αυτό φαίνεται να είχε άμεση σχέση με την αναζήτηση και εμπορία μετάλλων, στο πλαίσιο μιας συντονισμένης εξάπλωσης του ανακτορικού εμπορικού δικτύου στην ευρύτερη περιοχή του αιγαιακού χώρου.
Από το δεύτερο μισό του 15ου αι. π.Χ., στο πλαίσιο της πολλαπλά διαπιστωμένης ανατροπής της ισορροπίας δυνάμεων στον αιγαιακό χώρο, τους Μινωίτες διαδέχτηκαν δυναμικά στο Κουκονήσι οι Μυκηναίοι. Η άφθονη μυκηναϊκή κεραμική στο ανεσκαμμένο τμήμα του οικισμού αλλά και σε άλλα σημεία της νησίδας, κυρίως από τον 14ο αι. π.Χ., μαζί με τα πολυάριθμα ευρήματα της ίδιας περιόδου υποβάλλουν την ιδέα μιας πιθανής μυκηναϊκής εγκατάστασης στο χώρο.
ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ
- Κεραμική
«δέπας αμφικύπελλον»
Αγγεία στον χαρακτηριστικό τύπο «δέπας αμφικύπελλον» εντοπίστηκαν στο Κουκονήσι, όπως αντίστοιχα και στους προϊστορικούς οικισμούς της Πολιόχνης και της Μύρινας και χρονολογούνται στην Κίτρινη περίοδο κατοίκησης (2.200 – 2.000/1.900 π.Χ.).
Ο όρος «δέπας αμφικύπελλον» απαντά για πρώτη φορά στις γραπτές πηγές στην Ιλιάδα του Ομήρου, τον 8ο αιώνα π.Χ. και περιγράφεται ως ένα πολυτελές αγγείο με διπλή λειτουργία, άλλοτε ως χρηστική κούπα για την κατανάλωση κρασιού και άλλοτε ως τελετουργικό σκεύος για την πραγματοποίηση σπονδών:
Απόσπασμα 1:
«πὰρ δὲ δέπας περικαλλές, ὃ οἴκοθεν ἦγ᾽ ὁ γεραιός,
χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον· οὔατα δ᾽ αὐτοῦ
τέσσαρ᾽ ἔσαν, δοιαὶ δὲ πελειάδες ἀμφὶς ἕκαστον
χρύσειαι νεμέθοντο, δύω δ᾽ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν.
ἄλλος μὲν μογέων ἀποκινήσασκε τραπέζης
πλεῖον ἐόν, Νέστωρ δ᾽ ὁ γέρων ἀμογητὶ ἄειρεν.»
(Ομήρου, Ιλιάδα, Λ, 632-637)
«στερνά την ώρια κούπα, ο γέροντας που ‘χε απ᾿ την Πύλο φέρει,
την πλουμισμένη με χρυσόκαρφα, και τέσσερα τη ζώναν
αφτιά᾿ σε κάθε αφτί δεξόζερβα χρυσά βοσκολογουσαν
δυο περιστέρια, κι από κάτω της διπλοί βρίσκονταν πάτοι.
Γεμάτη αv ήταν, άλλος δύσκολα να την κουνήσει μπόρειε,
μα ο γέρο Νέστορας ανέκοπα την έφερνε στα χείλια»
(μτφρ. Ν. Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή)
Απόσπασμα 2:
«ἔνθα δέ οἱ δέπας ἔσκε τετυγμένον, οὐδέ τις ἄλλος
οὔτ᾽ ἀνδρῶν πίνεσκεν ἀπ᾽ αὐτοῦ αἴθοπα οἶνον,
οὔτέ τεῳ σπένδεσκε θεῶν, ὅτε μὴ Διὶ πατρί.
τό ῥα τότ᾽ ἐκ χηλοῖο λαβὼν ἐκάθηρε θεείῳ
πρῶτον, ἔπειτα δ᾽ ἔνιψ᾽ ὕδατος καλῇσι ῥοῇσι,»
(Ομήρου, Ιλιάδα, Π, 225-229)
«Μαστορεμένη κούπα εφύλαγεν εκεί᾿ με τούτην άλλος
άντρας κρασί ποτέ δεν έπινε φλογόμαυρο, και μήτε
σε άλλο θεό σπονδές επρόσφερνε, μόνο στο Δία πατέρα.
Την πήρε τότε απ᾿ την κασέλα του, την πάστρεψε με θειάφι,
με λαγαρό νερό τρεχούμενο την ξέπλυνε κατόπι»
(μτφρ. Ν. Καζαντζάκη και Ι. Θ. Κακριδή)
Toν 2ο – 3ο αι. μ.Χ. ο Αθήναιος, στο έργο του Δειπνοσοφιστές (XI, 387), αναφέρει το «δέπας αμφικύπελλον» ως κούπα αμφίκυρτη, ενώ πολύ αργότερα τον 19ο αιώνα, ο Γερμανός αρχαιολόγος Heinrich Schliemann (1822-1890) δανείστηκε τον όρο αυτό για να περιγράψει τα κύπελλα με στενόμακρο κυλινδρικό σώμα και δύο κάθετες καμπυλωτές ή καρδιόσχημες λαβές, τα οποία εντόπισε στην Τροία ΙΙc (ΠΕΧ ΙΙ 2500-2200 π.Χ.) θεωρώντας εσφαλμένα, ότι ερευνούσε τη μεταγενέστερη περίοδο της Τροίας, στην οποία αναφερόταν ο Όμηρος στα έργα του.
Το «δέπας αμφικύπελλον» αποτελεί εμβληματικό αγγείο για τον πολιτισμό του Αιγαίου και παρουσιάζει διάφορες παραλλαγές. Χρονολογείται στα τέλη της Πρωτοχαλκής περιόδου (2.200-2.050 π.Χ.), δηλώνοντας δίκτυα επαφών που καταλαμβάνουν την περιοχή ολόκληρου του αιγαιακού χώρου, την Βαλκανική, την Κεντρική και ΝΑ Ανατολία, καθώς και τη Βόρεια Συρία.
Ως προς τη χρήση του αγγείου, η αδυναμία στερέωσής του σε όρθια στάση γεννά προβληματισμούς. Το ερώτημα αν πρόκειται για ένα σκεύος καθημερινής χρήσης ή για ένα αγγείο τελετουργικού πιθανότατα χαρακτήρα, παραμένει ακόμη ανοιχτό.
Ερυθρεπίχριστα αγγεία
Από το ευρύ φάσμα κεραμικής του Μεσόχαλκου Κουκονησίου εμβληματική είναι η κατηγορία των ερυθρεπίχριστων αγγείων με εγχάρακτες και πλαστικές διακοσμήσεις, όπως οι ελικοειδείς αποφύσεις στις λαβές. Εγχάρακτα μοτίβα, όπως δικτυωτά πλέγματα, διαγραμμισμένα τρίγωνα, ενάλληλες γωνίες κ.ά. παρουσιάζουν γεμίσματα από λευκή ύλη. Τα επιμελημένα αυτά αγγεία είχαν ευρεία διάδοση στο Κουκονήσι και παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία σχημάτων και μεγεθών, από μικρογραφικά μέχρι μεγάλες λεκανίδες και πιθάρια.
Τροπιδωτοί σκύφοι
Οι τροπιδωτοί σκύφοι αποτέλεσαν μια ιδιαίτερα διαδεδομένη κατηγορία αγγείων κατά την περίοδο της Μέσης Εποχής του Χαλκού στο Κουκονήσι (2000/1900 π.Χ.-1700/1650 π.Χ.). Απαντούν σε διάφορες παραλλαγές, ενώ φαίνεται να αντικατέστησαν τις ανοιχτές φιάλες της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού.
Τριποδικά αγγεία
Ο τύπος της τριποδικής χύτρας ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος από την 3η χιλιετία π.Χ. και εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ευρεία χρήση και κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού. Αποτέλεσε βασικό μαγειρικό σκεύος, ενώ σε άλλες περιπτώσεις λειτούργησε και ως φορητή εστία ή και ως εστία πακτωμένη στο δάπεδο εσωτερικού χώρου, μετά την αφαίρεση των ποδιών της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η ανεύρεση χύτρας πακτωμένης μέχρι το χείλος στο δάπεδο δωματίου στο Κουκονήσι, το οποίο σχετιζόταν με έντονη τροφοπαρασκευαστική δραστηριότητα, όπως επιβεβαιώνει και η παρουσία συνόλου από τριποδικές χύτρες και οστά ψαριών στον ίδιο χώρο.
Πρόχοι
Οι πρόχοι εντάσσονται στην κατηγορία των περίτεχνων αγγείων και χαρακτηρίζονται από ψηλό λαιμό και ραμφόσχημο στόμιο. Ο μεγάλος αριθμός αγγείων στην κατηγορία αυτή, τόσο στο Κουκονήσι όσο και στον οικισμό της Πολιόχνης υποδηλώνει εγχώρια παραγωγή σε πιθανά τοπικά εργαστήρια.
Σφονδύλια
Σφονδύλια ονομάζονται τα πήλινα εξαρτήματα εργαλείων ύφανσης και στο Κουκονήσι βρέθηκε ένας μεγάλος αριθμός από αυτά, κωνικά ή αμφικωνικά και με εξαιρετικό γραπτό διάκοσμο, πιστοποιώντας την ενασχόληση των κατοίκων με την υφαντουργία. Αντίστοιχα σφονδύλια απαντούν και στην Πολιόχνη και χρονολογούνται στην Κίτρινη περίοδο κατοίκησης (Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ΙΙΙ/Μέση Εποχή του Χαλκού, 2.200 – 2.000/1.900 π.Χ.) αλλά και στην προϊστορική Μύρινα.
- Λίθινα εργαλεία
Ένας μεγάλος αριθμός από λίθινα αντικείμενα συλλέχτηκαν στον προϊστορικό οικισμό του Κουκονησίου και προέρχονται στην πλειοψηφία τους από τοπικά ηφαιστειακά ή ιζηματογενή πετρώματα. Πρόκειται κυρίως για μικροεργαλεία κατασκευασμένα από πυριτόλιθο και υπολείμματα κατεργασίας τους, όπως φολίδες, πυρήνες και απολεπίσματα, αλλά και λίθινα αντικείμενα για τροφοπαραγωγική ή οικοτεχνική χρήση, όπως πελέκεις, τριβεία, τριπτήρες, κρουστήρες, λειαντήρες κ.ά.
Λίθινο σταθμίο
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην κατηγορία των λίθινων εργαλείων παρουσιάζει ένα σφενδονοειδές σταθμίο ζυγαριάς από αιματίτη που εντοπίστηκε στον οικισμό και χρονολογείται στην Μέση εποχή του Χαλκού (2000/1900 π.Χ.-1700/1650 π.Χ.). Πρόκειται για το μεγαλύτερο και το καλύτερα λειασμένο σταθμό από όλα τα γνωστά αυτού του τύπου στον αιγαιακό και μικρασιατικό χώρο, ενώ η παρουσία του επιβεβαιώνει την κυρίαρχη θέση του Κουκονησίου στο επίσημο εμπορικό δίκτυο της εποχής.
- Χάλκινα τέχνεργα
Ένα σύνολο από χάλκινα τέχνεργα εντοπίστηκαν στο Κουκονήσι και χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Πρόκειται κυρίως για περόνες με πεπιεσμένη σφαιρική κεφαλή, αντίστοιχου τύπου με αυτές που έχουν βρεθεί στην Πολιόχνη και την Τροία, μια σμίλη και ένα μαχαιρίδιο αιγαιακού τύπου. Η διάσπαρτη παρουσία από σκωρίες χαλκού συνηγορούν στην επιτόπια άσκηση της μεταλλοτεχνίας στις παρυφές του οικισμού.
- Ειδώλια
Ξεχωριστή θέση μεταξύ των μυκηναϊκών ευρημάτων του Κουκονησίου κατέχουν τα τυπικά μυκηναϊκά πήλινα ειδώλια, ζωόμορφα και ανθρωπόμορφα, παρουσιάζοντας εξαιρετική σημασία για την κοινωνία που αντικατοπτρίζουν.
Σε ό,τι αφορά τη χρήση τους, πιθανές είναι οι ερμηνείες που συνδέονται με θρησκευτικές συνδηλώσεις, είτε ως απεικονίσεις θεοτήτων είτε ως συμβολικές μορφές που εμπλέκονταν σε πιθανά τελετουργικά δρώμενα.
ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Το 1986 και σύμφωνα με την Υ.Α. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ20/50541/2042/21-12-1986, ΦΕΚ 49/Β/5-2-1987, το Κουκονήσι κηρύχτηκε αρχαιολογικός χώρος:
«Για την αποτελεσματικότερη προστασία και διαφύλαξη των αρχαίων του Κουκκονησίου, που βρίσκεται στα βόρεια και κοντά στο Μούδρο Λήμνου, κηρύσσομε ολόκληρη την επιφάνεια του νησιού «Κουκοννήσι» ως αρχαιολογικό χώρο, διότι το νησί είναι κατάσπαρτο από αρχαία και οι αρχαίοι τοίχοι προχωρούν μέσα στη θάλασσα» ΚΝ 5351/1932.