Κάστρο Μύρινας

Το κάστρο της Μύρινας, ένα από τα μεγαλύτερα κάστρα του Αιγαίου, δεσπόζει απόρθητο και περήφανο πάνω στην ηφαιστειακής προέλευσης βραχώδη και απόκρημνη χερσόνησο της πόλης. Κατά την διάρκεια των πολλών αιώνων της ύπαρξής του γνώρισε πολιορκίες και δέχθηκε κατά καιρούς διαφορετικούς κυριάρχους. Οι πρώτες οχυρώσεις των Μινύων και Πελασγών ενισχύθηκαν και επεκτάθηκαν αργότερα από τους Αθηναίους. Κατά την διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι Βυζαντινοί εδραίωσαν το κάστρο πάνω στην αρχαία ακρόπολη, το οποίο  στην συνέχεια ανακατασκευάστηκε και διαμορφώθηκε από τους Βενετούς. Η σημερινή εικόνα του φρουρίου δημιουργήθηκε με την πάροδο των αιώνων από τις επισκευές, ανακατασκευές, επεκτάσεις και προσθήκες από τους εκάστοτε κυριάρχους, Βενετούς, Βυζαντινούς και Τούρκους. Η ανώμαλη, απότομη και βραχώδης μορφολογία του, σε συνδυασμό με τα στιβαρά και ενσωματωμένα στους βράχους τείχη, το κατέστησαν ένα από τα απόρθητα και ισχυρότερα κάστρα στο Αιγαίο και για τον λόγο αυτό ποτέ δεν κατέστη δυνατόν να καταληφθεί κατόπιν εισβολής, αλλά μόνο κατόπιν συνθηκολόγησης. Ο Γερμανός περιηγητής Frieseman, όταν επισκέφτηκε το κάστρο στο τέλος του 18ου αιώνα, έγραψε: «Το Κάστρο της Λήμνου δεν μπορεί να καταληφθεί παρά μόνο με πολύ καλά οργανωμένο πυροβολικό και κυρίως με βόμβες που θα έκαναν τα ρήγματα των βράχων και τοιχοποιιών μοιραία. Είναι τόσο υπερυψωμένο από το επίπεδο της θάλασσας και έχει τέτοια κλίση ώστε οι κανονιοβολισμοί από πλοία δεν θα είχαν κανένα αποτέλεσμα».

Το κάστρο δεν υπήρξε ποτέ αντικείμενο συστηματικής ανασκαφικής έρευνας και εξερεύνησης. Παρόλα αυτά επιφανειακές έρευνες έχουν αποκαλύψει ότι η περιοχή του κάστρου και οι πλαγιές νότια και ανατολικά κατοικούνταν από την μέση εποχή του χαλκού (2000-1600 π.Χ.) και ίσως ακόμη και νωρίτερα. Τα ευρήματα από την χερσόνησο του κάστρου συμπεριλαμβάνουν θραύσματα κοσμημάτων και μεταλλικών αντικειμένων, τμήματα μεταλλικών και πήλινων λυχναριών, θραύσματα ειδωλίων γυναικείων και ανδρικών θεοτήτων, υφαντικά βάρη, όστρακα κεραμικών αγγείων, μια μαρμάρινη κεφαλή παιδιού και χάλκινα νομίσματα που χρονολογούνται μεταξύ του τέλους του 8ου π.Χ. και του  3ου αι. μ.Χ. Σε όλη την έκταση του κάστρου  εντοπίζονται διάσπαρτα στο έδαφος θραύσματα κεραμικής όλων των εποχών, όπως αρχαϊκά, κλασικά, ρωμαϊκά, βυζαντινά και οθωμανικά, υπολείμματα και μάρτυρες της μακραίωνης ιστορίας του χώρου.

Περιγραφή

Το κάστρο είναι κατασκευασμένο πάνω στην χερσόνησο, το ψηλότερο σημείο της οποίας βρίσκεται σε ύψος 114 μ. πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Η περιοχή των 144 στρεμμάτων που καταλαμβάνει το καθιστά ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση οχυρά του Αιγαίου. Το σχήμα του εξωτερικού περιβόλου του είναι πολυγωνικό λόγω της ανώμαλης μορφολογίας του εδάφους που ακολουθεί.

Η πρώτη οχύρωση στην χερσόνησο κατασκευάστηκε στην προϊστορική εποχή από τους Μινύες και Πελασγούς και ενισχύθηκε και επεκτάθηκε κατά την κλασική εποχή από τους Αθηναίους.  Αργότερα οι Βυζαντινοί, τον 12ο αι., έκτισαν ένα μικρό φρούριο στο χώρο της αρχαίας ακρόπολης. Η σημερινή όμως μορφή του κάστρου διαμορφώθηκε ως επί το πλείστον από τους Βενετούς την περίοδο 1207-1279 και σταδιακά με την πάροδο των αιώνων δέχτηκε επισκευές, επεμβάσεις και προσθήκες κατά την διάρκεια της κυριαρχίας των Βυζαντινών (1278-1453), εκ νέου των Βενετών (1474-1477), και των Οθωμανών (1479-1912).

Η αρχική κατασκευή περιελάμβανε διπλό τείχος, το ένα εσωτερικά του άλλου. Το εσωτερικό, από το οποίο λίγα κατάλοιπα σώζονται, περίκλειε την ακρόπολη. Αργότερα στα βόρεια, επειδή το έδαφος έχει ηπιότερη κλίση και καθιστά την πρόσβαση στο κάστρο ευκολότερη, προστέθηκε κοντά στην ακτή ένα τρίτο τείχος. Το μήκος του εξωτερικού περίβολου που διατρέχει περιμετρικά το χώρο του φρουρίου ανέρχεται στα 1200 μ. περίπου.

Τα τείχη του υψώνονται σε ύψος 8 μ. και έχουν πάχος 1,5 μ. στην ανατολική και νότια πλευρά ενώ στην βόρεια και δυτική πλευρά είναι αρκετά χαμηλότερα. Η κατασκευή του δυτικού τείχους, το οποίο είναι το λιγότερο καλά διατηρημένο, είναι απλή χωρίς ιδιαίτερα αμυντικά στοιχεία λόγω της θέσης του πάνω σε μεγάλου ύψους βράχινων συμπλεγμάτων που το καθιστούν απροσπέλαστο από αυτήν την πλευρά. Σε αυτήν την πλευρά το κατακόρυφο βραχώδες ανάγλυφο του εδάφους μαζί με τα τείχη φτάνουν περίπου το ύψος των 100 μ. Το ανατολικό τείχος, λόγω του ότι προστατεύει την μόνη πλευρά από όπου θα μπορούσε να γίνει χερσαία επίθεση, έχει μεγαλύτερο πάχος με ευκρινή χρήση των στοιχείων της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής που ενισχύουν την αμυντική του ικανότητα, όπως πύργους, προμαχώνες, τοξοθυρίδες – τουφεκιοθυρίδες και μεγάλες αντηρίδες εκατέρωθεν της εισόδου.

Το τείχος ενισχύεται περιμετρικά με συνολικά 14 πύργους – κυκλικούς, ημικυκλικούς, τετράγωνους, παραλληλόγραμμους, τραπεζοειδείς – με τους περισσότερους να βρίσκονται νότια (5) και δυτικά (4). Ανατολικά υπάρχουν 3 πύργοι, 2 εκατέρωθεν της κεντρικής πύλης και ένας βορειότερα. Παλαιότερα στο μεσαίο τείχος (βόρειο εσωτερικό) υπήρχαν το λιγότερο άλλοι 2 πύργοι.

Ο πύργος αποτελεί βασικό αμυντικό στοιχείο με σκοπό την προστασία των τειχών και των πυλών, ιδιαίτερα της κεντρικής πύλης. Ο τετράγωνος πύργος, που ήταν συνηθισμένος έως την κλασική εποχή εξελίσσεται σε τριγωνικό, πενταγωνικό και ημικυκλικό σύμφωνα με την εξέλιξη των όπλων και τις αμυντικές ανάγκες. Ο βυζαντινός πύργος με την ανοικτή πλάτη υιοθετήθηκε αργότερα και από τους σταυροφόρους και άλλους επειδή η κατασκευή του απαιτούσε λιγότερα υλικά και λιγότερο χρόνο.

Κατά τόπους, η αμυντική ικανότητα του φρουρίου ενισχύεται και από τους προμαχώνες. Βόρεια και νότια της κεντρικής εισόδου, για την ενίσχυση της προστασίας της, υπάρχουν προμαχώνες που χρησιμοποιούταν για το πυροβολικό. Βόρεια της βόρειας πύλης υπάρχει επίσης μεγάλος προμαχώνας με θέσεις για κανόνια ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο κατά πολύ την αμυντική ικανότητα αυτής της πύλης. Ο προμαχώνας είναι ένα νέο στοιχείο που προστέθηκε στο αμυντικό σύστημα με την εμφάνιση των πυροβόλων όπλων και καθιερώνεται από τα μέσα του 15ου αι. Πρόκειται για έναν ανοιχτό επίπεδο χώρο που συνήθως προβάλλει από τα τείχη αποσκοπώντας στην προστασία των τειχών με πλευρικά πυρά από τα πυροβόλα όπλα που ήταν τοποθετημένα στον προμαχώνα. Σε ορισμένα παραδείγματα, ο προμαχώνας μπορούσε να είναι εντελώς ανεξάρτητος από την υπόλοιπη κατασκευή.

Άλλα σημαντικά στοιχεία άμυνας στα τείχη αποτελούσαν  οι επάλξεις, η ανώτερη οδοντωτή απόληξη των τειχών με τα θωράκιά τους και τις πολεμίστρες. Θωράκιο είναι το κτιστό τμήμα πίσω από το οποίο καλύπτεται ο πολεμιστής  και εναλλάσσεται με τα κενά, τις πολεμίστρες, από όπου έριχνε τις βολές του. Ανάμεσα στις επάλξεις υπήρχαν τοξοθυρίδες και τουφεκιοθυρίδες και άνδηρα για την τοποθέτηση των κανονιών. Οι τοξοθυρίδες και τουφεκιοθυρίδες  είναι κάθετες σχισμές εξωτερικά στο τείχος, οι οποίες διευρύνονται εσωτερικά ώστε να μπορεί ο πολεμιστής να τοποθετηθεί με σκοπό την βολή. Σημαντικό ρόλο στην άμυνα είχαν και οι λεγόμενες ζεματίστρες ή καταχύστρες που βρίσκονταν περιμετρικά στο τείχος και ιδιαίτερα πάνω από τις εισόδους και σε άλλα κρίσιμα σημεία. Ήταν κατάλληλα διαμορφωμένα ανοίγματα από όπου περιέχυναν από ψηλά τους εχθρούς  με ζεματιστό νερό ή λάδι, λιωμένο μολύβι, αναμμένο ρετσίνι κλπ. Σήμερα σώζονται περισσότερες από 20 καταχύστρες. Ένας διάδρομος στην πίσω πλευρά των επάλξεων, ο περίδρομος, χρησίμευε στους αμυνόμενους στρατιώτες στις μετακινήσεις τους και κάθε είδους ενέργειές τους στα πλαίσια της άμυνας.

Τον 14ο αι., με την εφεύρεση των πυροβόλων όπλων, προστίθενται στην αμυντική αρχιτεκτονική νέα χαρακτηριστικά. Τα ψηλά τείχη ήταν εύκολος στόχος για τα κανόνια του πυροβολικού. Στο εξής τα τείχη, για να αντέχουν στους κανονιοβολισμούς και τα βλήματα των κανονιών να μην μπορούν να τα διατρυπήσουν, κατασκευάζονται πλατύτερα, σε μικρότερο ύψος και με την εξωτερική πλευρά να έχει κλίση οξείας γωνίας (scarpa), ενώ τα θεμέλια ενισχύονται κατά πολύ σε πάχος ώστε να μπορούν να αντέξουν στην κρουστική δύναμη των πυροβόλων όπλων. Επίσης αποφεύγονται οι ψηλοί πύργοι ενώ οι επάλξεις με τις τοξοθυρίδες δίνουν τη θέση τους στο προπέτασμα, ψηλό προστατευτικό στηθαίο με τις κανονιοθυρίδες – ανοίγματα για την τοποθέτηση των κανονιών. Ο Γερμανός περιηγητής Χέντρικ Φρίζεμαν (Hendrik  Frieseman), όταν επισκέφτηκε το φρούριο στα τέλη του 18ου αι., αναφέρει ότι το κάστρο της Μύρινας διέθετε 150 κανόνια ποικίλων διατομών.

Η κεντρική πύλη του κάστρου βρίσκεται ανατολικά και ενισχύεται από 2 μικρούς πύργους ύψους 7,5-8 μ., που προβάλλονται εμπρός μειώνοντας το ανοιχτό μέτωπό της. Οι πύργοι ελέγχουν την είσοδο στο κάστρο και συμβάλλουν σημαντικά στην άμυνα και προστασία της. Τα τμήματα του τείχους εκατέρωθεν της πύλης ισχυροποιούνται από δυο μεγάλες αντηρίδες. Για λόγους αμυντικούς, η είσοδος στο εσωτερικό του κάστρου πραγματοποιείται δια μέσου τριών θυρωμάτων. Η εξωτερική πύλη οδηγεί σε λιθόστρωτο ανηφορικό και με μικρές βαθμίδες τεθλασμένο διάδρομο, ο οποίος δια μέσου μιας ενδιάμεσης πυλίδας καταλήγει στην εσωτερική, τοξωτής μορφής, πύλη. Με αυτόν τον τρόπο ο εχθρός αν κατάφερνε να εισβάλλει από την εξωτερική πύλη, θα παγιδευόταν  μέσα σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο και θα ήταν εύκολος στόχος για τους υπερασπιστές που βρίσκονταν στις εσωτερικές επάλξεις. Η κεντρική πύλη στα φρούρια είναι στην ουσία ένα άνοιγμα στα τείχη, που επιτρέπει την επικοινωνία με τους εντός και εκτός και γι’ αυτό δινόταν ιδιαίτερη προσοχή στην κατασκευή και προστασία της. Ήταν σύνηθες, ακόμη από την αρχαιότητα, να προστατεύεται εκατέρωθεν από 2 πύργους και να ενισχύεται με επάλληλες πύλες. Στο παρελθόν, την Βενετική κυριαρχία στο κάστρο την μαρτυρούσε μια εντοιχισμένη στο τείχος της κεντρικής πύλης μαρμάρινη πλάκα με παράσταση λιονταριού, το σύμβολο της Βενετίας. Αργότερα, κατά την διάρκεια της Βυζαντινής κυριαρχίας, απέναντι από την πύλη υπήρχε εντοιχισμένη στο τείχος (στην θέση αυτή είχε παραμείνει μέχρι το 1982) άλλη μαρμάρινη πλάκα με το χαρακτηριστικό μονόγραμμα των βυζαντινών αυτοκρατόρων Παλαιολόγων μαζί με τα αρχικά του βυζαντινού διοικητή Θεόδωρου Παλαιολόγου.

Στην αντηρίδα δεξιά της πύλης διακρίνονται ενσωματωμένα στο κάτω τμήμα της δυο παλαιότερα αρχιτεκτονικά μέλη (spolia), ένα μαρμάρινο και ένα από ψαμμίτη, που φέρουν επιγραφές (στο μαρμάρινο μέλος διακρίνονται τα γράμματα Ο Ε Ν Υ Π Ε Ρ Ω Ι Ε Μ Ι με τα υπόλοιπα να είναι δυσδιάκριτα).

Στην βόρεια πλευρά του κάστρου (η περιοχή ονομαζόταν παλιότερα Μαυροχάνι), από την πλευρά του Ρωμέικου Γιαλού, υπάρχει κοντά στην θάλασσα μια  μικρότερη δευτερεύουσα πυλίδα, η οποία είναι  κατασκευασμένη ανάμεσα στους βράχους για να μην είναι εύκολα ορατή από την πλευρά της θάλασσας. Η κατασκευή της μοιάζει με αυτή της κεντρικής πύλης, με την πρόσβαση στο εσωτερικό του κάστρου να πραγματοποιείται μέσω τεθλασμένης διαδρομής που προστατεύεται από ψηλά από επάλξεις προμαχώνα, τυφεκιοθυρίδες και τοξοθυρίδες. Επίσης, η  πυλίδα προστατεύεται από ψηλά και από έναν πύργο που βρίσκεται στη συμβολή του ανατολικού και βόρειου εσωτερικού τείχους. Η δεύτερη πυλίδα προφανώς εξυπηρετούσε περιπτώσεις κρυφής αποχώρησης ή ακόμη και αιφνιδιαστικής επίθεσης κατά των εχθρών σε περίπτωση πολιορκίας αλλά και περιπτώσεις ανεφοδιασμού κατά τον οποίον τα εφόδια μεταφέρονταν από τα πλοία κατευθείαν στο εσωτερικό του κάστρου.

Το βόρειο τμήμα του δυτικού τείχους περιελάμβανε στην αρχική κατασκευή του και μια τρίτη πυλίδα, το κατώφλι της οποίας σώζεται in situ. Αργότερα όμως η πύλη σφραγίστηκε από τον περίδρομο που κατασκευάστηκε για την ενίσχυση του τείχους.

Οι καστρόπορτες – από τις οποίες δεν σώζεται καμία – ήταν δίφυλλες από ξύλο μεγάλης αντοχής και καλύπτονταν με σιδερένιες πλάκες. Ο Άγγλος περιηγητής Χένρι Τόζερ (Henry Fanhawe Tozer), όταν επισκέφτηκε το φρούριο το 1889, παρατήρησε ότι η κεντρική πρόσβαση προστατευόταν από τρεις πύλες και ότι οι δυο εξωτερικές εξ’ αυτών ήταν ακόμη καλυμμένες με σκουριασμένες σιδερένιες πλάκες.     

Στο ψηλότερο σημείο του κάστρου βρίσκεται η ακρόπολη. Εδώ υπάρχουν ερείπια μεγάλου κτηρίου, πιθανόν της κατοικίας του διοικητή του κάστρου. Η ακρόπολη ήταν γενικά το τελευταίο σημείο άμυνας. Παλαιότερα περιβαλλόταν από τείχος.  Περιηγητές αναφέρουν την ύπαρξη πύλης και δυο πύργων.

Στα ανατολικά και χαμηλά εκτός των τειχών, υπήρχε έως τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας μια προστατευτική τάφρος, η οποία δεν σώζεται σήμερα.  Η κατασκευή της τάφρου γενικά δεν αποσκοπούσε τόσο στο να καθιστά δύσκολη την πρόσβαση στα τείχη,  αλλά πολύ περισσότερο στο να αποτρέπει την κατασκευή σήραγγας με σκοπό την καταστροφή των τειχών  ή την διείσδυση στο εσωτερικό του κάστρου.

Οι Βενετοί και οι Τούρκοι για τις κατασκευές των οχυρώσεών τους χρησιμοποίησαν σε μεγάλο βαθμό οικοδομικό υλικό από την αρχαία ακρόπολη και από το μεταγενέστερο βυζαντινό φρούριο. Αυτό γίνεται φανερό από τα πολλαπλά μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη που βρίσκονται ενσωματωμένα σε διάφορα σημεία στα τείχη του κάστρου, μεταξύ των οποίων πολλά τμήματα κιόνων διαφόρων μεγεθών.

Η ανωδομή των τειχών είναι κατασκευασμένη από λιθοδομή μονής όψης. Σε αρκετά σημεία η λιθοδομή είναι διπλής όψης υποδηλώνοντας την αρχική απουσία του περιδρόμου και την μεταγενέστερη κατασκευή του. Εσωτερικά η κατασκευή αποτελείται από ακατέργαστους λίθους διαφόρων μεγεθών και χώμα. Εξωτερικά χρησιμοποιήθηκε κονίαμα με σύσταση σε μεγάλο ποσοστό από ασβέστη και λημνιακή γη. Σε αρκετά σημεία των τειχών οι αρμοί αποτελούνται από μικρούς λίθους ή και από τμήματα πλίνθων.

Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες και δεν έχει αποσαφηνιστεί ο χαρακτήρας και ο χρόνος κατασκευής αρκετών κτισμάτων στον χώρο του κάστρου. Κατά την διάρκεια της οθωμανικής περιόδου είχε αναπτυχθεί εσωτερικά του κάστρου οικισμός, τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του οποίου συμπεριλαμβάνουν κατοικίες, τζαμί και ξενώνα για την φρουρά. Εδώ έμενε ο Μουτεσαρίφης και ο Σκούμπασης, ο ανώτατος πολιτικός διοικητής και στρατιωτικός διοικητής της Λήμνου αντίστοιχα, αξιωματικοί, επίσημοι και διοικητικοί υπάλληλοι με τις οικογένειές τους. Επίσης υπήρχε και οθωμανικό νεκροταφείο.

Στα κατάλοιπα εσωτερικά του κάστρου συμπεριλαμβάνονται επίσης 7 πηγάδια και 3 πέτρινες δεξαμενές (1 βόρεια κοντά στο τείχος, 1 στα ΝΔ, 1 ανατολικά κοντά στο εσωτερικό βόρειο τείχος) από όπου υδρεύονταν νερό οι κάτοικοι και οι υπερασπιστές του κάστρου και οι οποίες είναι αβέβαιης χρονολογίας (σύμφωνα με μελετητές ίσως και ύστερης ρωμαϊκής ή πρωτοβυζαντινής εποχής). Στην βορειοδυτική γωνία του ανώτερου πλατώματος του κάστρου σώζεται ακέραιο ένα κτήριο ισχυρής κατασκευής με προστατευτικό περίβολο, το οποίο χρησιμοποιούταν ως πυριτιδαποθήκη κατά την οθωμανική περίοδο. Κοντά στην βόρεια πλευρά της πυριτιδαποθήκης σώζεται ένα υπόσκαφο κτίσμα που αποτελείται από 3 θαλαμοσκεπείς χώρους που συγκοινωνούν μεταξύ τους. Σύμφωνα με ενδείξεις ο ένας χώρος φαίνεται να χρησιμοποιούταν ως δεξαμενή συγκέντρωσης όμβριων υδάτων. Οι υπόλοιποι χώροι ίσως χρησίμευαν για αποθήκες τροφίμων ή ακόμη και για καταφύγιο σε περίπτωση κινδύνου. Ελλείψει πληροφοριών και εμπεριστατωμένων μελετών δεν είναι γνωστός ο χρόνος κατασκευής τους. Οι Οθωμανοί, χωρίς αμφιβολία, θα χρησιμοποίησαν τα κτίσματα που υπήρχαν στο χώρο από την ενετική και βυζαντινή περίοδο τροποποιώντας τα και αλλάζοντας την χρήση τους σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες. Από ξένους περιηγητές είναι γνωστό ότι πριν την οθωμανική κυριαρχία υπήρχαν στο κάστρο σιταποθήκες και Δουκικό Μέγαρο. Πάνω στην ακρόπολη τα ερείπια μεγάλου κτηρίου με τοξωτή είσοδο και με λιθόστρωτη πλατεία με πηγάδι παραπέμπουν σε αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κατοικίας του διοικητή του κάστρου, δηλαδή Δουκικό Μέγαρο, η κατασκευή του οποίου αποδίδεται στον 1ο Βενετό Δούκα του κάστρου Φιλόκαλο Ναβιγκαγιόζο (Filocalo Navigajoso).

Εντύπωση προξενεί το κτήριο μνημειακής μορφής που βρίσκεται σε αρκετά χαμηλό σημείο, βόρεια της κεντρικής εισόδου, κοντά στα ανατολικά τείχη. Διακρίνεται για την επιμελημένη κατασκευή του, έχει δίρριχτη λίθινη στέγη, δύο αντηρίδες σε κάθε γωνία του και είσοδο στην ανατολική πλευρά. Αξιοσημείωτο είναι ότι, στο τείχος του κάστρου απέναντι από την είσοδό του υπάρχει μεγάλη τυφλή αψίδα. Φαίνεται ότι το κτίσμα και η αψίδα είναι τμήματα μιας σύνθεσης, της οποίας όμως η λειτουργία δεν έχει διευκρινιστεί. Εικάζεται ότι είναι το μαυσωλείο της Αικατερίνης Γατελούζη, συζύγου του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου, η οποία ενταφιάστηκε στο κάστρο. Ενδείξεις δείχνουν ότι χρησιμοποιήθηκε και σαν πυριτιδαποθήκη.

Μια μαρμάρινη πλάκα με ανάγλυφα βενετικά οικόσημα, που βρίσκεται ενσωματωμένη ανάποδα στις επάλξεις του νότιου άκρου του δυτικού τείχους, μαρτυρεί μια από τις περιόδους βενετικής κυριαρχίας στο κάστρο (Γ’ Βενετοκρατία – τα οικόσημα φαίνεται να ανήκουν στους Christoforo Moro και Nicolo Tron οι οποίοι ήταν κατά σειρά Δόγηδες της Βενετίας από το 1462 έως το 1473).

Τέλος, στα κατάλοιπα κατασκευών του 20ου αι. συμπεριλαμβάνονται μια σήραγγα και στοές για την αποθήκευση πυρομαχικών καθώς και ελάχιστα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα φυλακίων και μικρών κτισμάτων, που κατασκευάστηκαν κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1944) από τους Γερμανούς κατακτητές.

Βιβλιογραφία
  • Αγγελίδης, Χρήστος, «Έκθεση γεωτεχνικής αναγνώρισης της ευστάθειας των τειχών του φρουρίου της Μύρινας νήσου Λήμνου»,  Ι.Γ.Μ.Ε., Διεύθυνση Τεχνικής Γεωλογίας, Αθήνα 1989, σελ.2.
  • Βασιλάτος, Νίκος, «Κάστρα της Ελληνικής Γης», εκδόσεις Μπάλτερ, 1991, 16-19, 21, 27, 29. Greco, Emanuele - Laura  Ficuciello:  “Cesure e Continuita: Lemno, dai “Tirreni” agli Ateniesi”,  Annuario della Scuola Archeologica di Atene, Lemno dai ‘Tirreni’ agli Ateniesi, LXXXVIII, III, 10-2010, 163.
  • Κοντέλλης, Κωνσταντίνος, «Τα κάστρα της Λήμνου», Αθήνα 2000, 25-63, 123-124. Conze, Alexander, “Reise auf den Inseln der Thrakischen Meeres”, Αννόβερο 1860, σελ. 108-109.
  • Μαραγκού, Χριστίνα, “On-going research at Myrina Kastro, Lemnos Island: current matters and points at issue”, Neofit Rilski University Press, Blaoevgrad, 2016, 187-188.
  • Μαραγκού, Χριστίνα, “Carved Rocks, Functional and Symbolic (Lemnos Island, Greece)”,  XVth World Congress of the IUPPS, Lisboa 2006, 131.
  • Μπάρλας, Χαράλαμπος, «Η Εξέλιξη του Προμαχωνικού Συστήματος - Εφαρμογές στον Ελληνικό Χώρο», Πολυτεχνείο Κρήτης Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 70,72.
  • Σιδηροπούλου, Μιμόζα,  «Γεωμορφολογική  και  Παλαιογεωγραφική  Εξέλιξη της  νήσου Λήμνου (ΒΑ Αιγαίο) τα τελευταία  6000 έτη», Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα 2016, 83.
  • Τουρπσόγλου – Στεφανίδου, Αγγελική, «Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη Λήμνο (15ος-20ς αιώνας)», Θεσσαλονίκη 1986, 248-249. Υπουργείο Πολιτισμού, Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, Τμήμα Μελετών Βυζαντινών Μνημείων,  «Φρούριο Μύρινας Λήμνου, Στερέωση τμημάτων Δυτικού και Βόρειου Περιβόλου του Φρουρίου Β’ Φάση», 1-2.
  • Υπουργείο Πολιτισμού, Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, Τμήμα Μελετών Βυζαντινών Μνημείων,  «Καθαρισμοί βλάστησης και εκτέλεση στερεωτικών εργασιών σε τμήματα του εσωτερικού περιβόλου του φρουρίου Μύρινας Λήμνου» Τεχνική περιγραφή, Αθήνα  1994, 1-2, 7-8.
  • Υπουργείο Πολιτισμού, Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, Τμήμα Μελετών Βυζαντινών Μνημείων,  «Μελέτη στερέωσης-αποκατάστασης  τμημάτων πυλίδας Ι και ανατολικού προμαχώνα του κάστρου Μύρινας νήσου Λήμνου», Αθήνα 2010.
  • Υπουργείο Πολιτισμού, Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, Τμήμα Μελετών Βυζαντινών Μνημείων,  «Φρούριο, Καθαρισμοί βλάστησης και εκτέλεση στερεωτικών εργασιών σε τμήματα του εξωτερικού περιβόλου του Φρουρίου Μύρινας Λήμνου (Α΄ Φάση)» Ενημερωτικό σημείωμα, Αθήνα  1999, 1 -4.
  • Ficuciello, Laura,  “Lemnos - cultura, storia, archeologia, topografia di un’isola del di Nord-Egeo”, Monografie della Scuola Archeologica di Atene e delle mission Italiane in Oriente, XX, 1/1, Atene 2013, 179, 254, 256.
  • Ficuciello, Laura,  “Lemno in eta Arcaica”, Annuario della Scuola Archeologica di Atene, Lemno dai ‘Tirreni’ agli Ateniesi, LXXXVIII, III, 10-2010, 71.
  • Fredrich, Carl, “Lemnos”, Athenische Mitteilungen 1906, 244ff
  • Χαριτωνίδης, Σεραφείμ, «Αρχαιότητες και μνημεία νήσων Αιγαίου», Αρχαιολογικό Δελτίο 18, Β2, 1963, 265.
Διαδικτυακές πηγές

Τοποθεσία

Φωτογραφίες

Μετάβαση στο περιεχόμενο