Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Στα ΝΑ της Λήμνου, σε απόσταση περίπου 2 χλμ. ανατολικά της συμπρωτεύουσας του νησιού, μεταξύ των οικισμών του Ρωσσοπουλίου και Μούδρου και σε υψόμετρο 150 μ. περιμετρικά χαμηλού λοφίσκου βρίσκεται το κάστρο του Μούδρου ή αλλιώς «Παλαιόκαστρο», όπως είναι ευρύτερα γνωστό στην περιοχή.
Αν και σήμερα ελάχιστα είναι τα δομικά στοιχεία που σώζονται από το κάστρο, τα περισσότερα καλυμμένα κάτω από νεότερους λιθοσωρούς κτηνοτρόφων της περιοχής και ακόμη λιγότερες είναι οι σωζόμενες γραπτές πηγές που μαρτυρούν στοιχεία της ιστορίας του, η θέση του κάστρου στο χώρο, σε κοντινή απόσταση από μεσαιωνικούς οικισμούς του νησιού και σε άμεση οπτική επαφή με το λιμάνι του Μούδρου, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον και κατατάσσεται στα σημαντικά μνημεία της Λήμνου.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Η πρώτη επιγραμματική βιβλιογραφική αναφορά για το κάστρο του Μούδρου σημειώνεται το 1464, στο σημαντικό από άποψη πληροφοριών έργο του ενετού χρονογράφου Stefano Magno, Eastratti degli Annali Veneti (fol. 216r). Στο έργο αυτό το κάστρο του Μούδρου αναφέρεται ως ένα από τα τρία σημαντικότερα κάστρα του νησιού, μαζί με τα κάστρα του Κότσινα και της Μύρινας. Κατά την περίοδο του Βενετοτουρκικού πολέμου (1464-1479) το κάστρο, κατά τις πηγές, βρισκόταν σε ακμή.
Τον 16ο αι., το κάστρο του Μούδρου παρουσιάζεται σε χαλκογραφία της Λήμνου του Girilamo Porro, σύμφωνα με τα στοιχεία του περιηγητή Tomasso Porcachi, δημοσιευμένη το 1572 στο έργο του «L’ Isole piu Famose del Mondo». Δύο δεκαετίες αργότερα, το 1598 σημειώνεται ξανά σε χάρτη του Ενετού περιηγητή, Gioseppe Rosaccio, ενώ το 1620 ο περιηγητής Porcachi το αναφέρει, ως ένα από τα ονομαστά Chiamata Castellia, υποδηλώνοντας ότι και μέχρι και τις αρχές του 17ου αιώνα το κάστρο του Μούδρου βρισκόταν ακόμη σε ακμή.
Στα μέσα του 19ου αι. το κάστρο παρουσιάζει πια εικόνα εγκατάλειψης. Στις 14 Ιουλίου του 1858, ο Γερμανός αρχαιολόγος Alexander Conze, κατά το οδοιπορικό του στη Λήμνο, επισκέφτηκε το Παλαιόκαστρο και στο έργο του Reise auf der Inseln des Thrakischen Meeres του 1860, περιγράφει το οχυρό ήδη εγκαταλειμμένο «..με τα ερείπιά του σκόρπια στην κορυφή του βουνού..», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ
Το κάστρο του Μούδρου χωροθετείται σε χαμηλό ύψωμα σε μια θέση που ομοιάζει στον τύπο της τράπεζας. Καταλαμβάνει έκταση περίπου 6 στρεμμάτων και έχει προσανατολισμό Β-Ν. Έχει ορθογώνια κάτοψη και κάλυπτε σχεδόν όλη την επιφάνεια του οροπεδίου. Φέρει περιτείχιση από αργούς ψαμμιτικούς λίθους και παρουσιάζει κατά τόπους νεώτερες παρεμβάσεις, πρόχειρα κατασκευασμένες από τους κτηνοτρόφους της περιοχής. Εσωτερικά της περιτείχισης, ορατά παραμένουν έως σήμερα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα από παλαιότερες κατασκευές, ενώ το διάσπαρτο επεξεργασμένο δομικό υλικό στο χώρο από ντόπια πέτρα, υποδηλώνει την ύπαρξη μιας άλλοτε στιβαρής οχυρωματικής θέσης, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι πρόκειται για ένα σημαντικό μεσαιωνικό κάστρο στο νησί της Λήμνου. Επιπλέον, ο κατά τόπους εντοπισμός κεραμικής ιστορικών χρόνων αλλά και απολεπίσματα λίθινων εργαλείων, τα οποία χρονολογούνται στους προϊστορικούς χρόνους, παρουσιάζουν πρόσθετο ενδιαφέρον για τη θέση, η οποία φαίνεται να είχε συνεχή κατοίκηση ήδη από την προϊστορική περίοδο έως και τα νεώτερα χρόνια.
Σήμερα δομικό υλικό του κάστρου εντοπίζεται σε όλη τη γύρω περιοχή, καθώς κατά τα χρόνια που ακολούθησαν μετά την εγκατάλειψή του, το κάστρο του Μούδρου, όπως και τα περισσότερα κάστρα στον ελλαδικό χώρο, αποδομήθηκε από τους ντόπιους κατοίκους με σκοπό την κατασκευή ποιμνιοστασίων και λοιπών άλλων πρόχειρων κατασκευών.
Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΟΥΔΡΟΥ
Σε κοντινή απόσταση από το «Παλαιόκαστρο», βρίσκεται ο οικισμός του Μούδρου, ο οποίος προηγείται στις πηγές και αναφέρεται ήδη από το 1355 σε έγγραφο της μονής Μεγίστης Λαύρας και λίγο αργότερα το 1362 και το 1380 σε δυο χρυσόβουλα του Ιωάννου Ε΄.
Σύμφωνα με παλαιότερα ιστορικά στοιχεία, το 1304 η μονή Μεγίστης Λαύρας διατηρούσε πάροικους σε κοντινό οικισμό, ΒΑ του Παλαιόκαστρου. Το 1359, ο μέγας στρατοπεδάρχης Γεώργιος Συναδηνός Αστρά, με τον τίτλο «Δούκας και Κεφαλή της Λήμνου», έχτισε και δώρισε στη μονή Βατοπεδίου έναν ιδιόκτητο πύργο στην περιοχή του Μούδρου, καθώς και μια έκταση 1.800 στρεμμάτων με σκοπό τη δημιουργία μετοχίου. Το 1366, ο γιός του Γεωργίου Αστρά, Μιχαήλ, επικύρωσε με γράμμα τη δωρεά του πατέρα του προς τη Μονή Βατοπεδίου στην περιοχή του Μούδρου, συμπεριλαμβάνοντας και τον πύργο. Τη δωρεά επικύρωσε με χρυσόβουλο και ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’, στο οποίο σημειώνονται χαρακτηριστικά τα εξής:
«Επεί ο περιπόθητος συμπέθερος της βασιλείας μου μέγας στρατοπεδάρχης κυρ Γεώργιος ο Αστράς ανέφερεν ότι έκτισε πύργον εξ οικείων κόπων και αναλωμάτων περί την νήσον Λήμνον εν τη τοποθεσία του Μούδρου, όντινα δη πύργον μετά και γης μοδίων δισχιλίων πλησίον τούτου διακειμένης αποκατέστησα εις Μετόχιον προσκυρώσας και δους αυτό τη εις το Άγιον Όρος του Άθω Μονή του Βατοπεδίου… εγένετο και ο παρών Χρυσόβουλλος λόγος της βασιλείας μου… την δ΄ του παρόντος μηνός… του ςωο΄ έτους [6870 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή 1362 μ.Χ.]. Ιωάννης εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων ο Παλαιολόγος.»
Το 1368 η ύπαρξη του πύργου μνημονεύεται σε έγγραφο του Βατοπεδίου, στο οποίο δίνονται και σημαντικές πληροφορίες για την οργάνωση του μετοχίου:
«Τὸ βατοπεδινὸ … μετόχιον τοῦ Μούδρου … μὲ ἕτερα οἰκήματα ἀνωγεωκάτωγα μετ᾿ αὐλῆς πλησίον τοῦ πύργου…».
Σύμφωνα με το παραπάνω απόσπασμα το μετόχι αποτελούσε ένα οχυρωμένο συγκρότημα με πύργο, ως τμήμα του οχυρωμένου περιβόλου και διέθετε στο εσωτερικό του διώροφα (ἀνωγεωκάτωγα) κτήρια με αυλή. Στις οικίες, ο κάτω όροφος εξυπηρετούσε στην φύλαξη των ζώων, ενώ στον επάνω όροφο βρισκόταν η κατοικία των ιδιοκτητών.
Κατά τα έτη 1376-79, καθώς ο Ιωάννης Ε΄ ανετράπη και εξορίστηκε από τον γιο του Ανδρόνικο Δ΄, η μονή Βατοπεδίου ζήτησε το 1380 να επιβεβαιωθεί η ιδιοκτησία της στην περιοχή με νέο χρυσόβουλο. Την περίοδο αυτή το μετόχι είχε εξελιχθεί σε οικισμό με μετοίκους που είχαν μεταφερθεί από άλλα μετόχια της. Στο νέο χρυσόβουλο σημειώνονται χαρακτηριστικά:
Επεί οι μοναχοί της κατά το Άγιον Όρος του Άθω διακειμένης Μονής… του Βατοπεδίου… παρεκάλεσαν ίνα… κατέχωσιν εις το εξής… το εις την νήσον Λήμνον χωρίον το Μούδρον καλούμενον, όπερ έχουσιν και μέχρι του νυν μετά πάσης της νομής και περιοχής αυτού και των εκείσε προσκαθημένων έτι τε και του ενεργηθέντος εκείσε παρ’ αυτών πύργου, αλλά δη και μετά των άλλων των εσύστερον μετωκισθησομένων εκείσε παρ’ αυτών από των Μετοχίων αυτών… Δυνάμει του παρόντος Χρυσοβούλλου λόγου της βασιλείας μου καθέξουσιν και νεμηθήσονται οι ειρημένοι Μοναχοί της δηλωθείσης σεβασμ. Μονής του Βατοπεδίου το δηλωθέν χωρίον, το Μούδρον, μετά πάσης της νομής και περιοχής και των δικαίων αυτού… Επεί τούτου ένεκεν εγένετο αυτοίς και ο παρών Χρυσόβουλλος Λόγος της βασιλείας μου… κατά μήνα Μάιον… του ςωπη έτους [6888 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή 1380 μ.Χ.]. Ιωάννης εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων ο Παλαιολόγος.
Στις αρχές του 15ου αι., ο οικισμός του Μούδρου με τον χαρακτηριστικό του πύργο απεικονίζεται σε χάρτη του Ιταλού γεωγράφου Cristoforo Buondelmonti, στο βιβλίο «Liber insularum Archipelagi». Ο Buondelmonti, στο πλαίσιο ταξιδιών που πραγματοποίησε στην λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου καταγράφοντας γεωγραφικά, κοινωνικά, μυθολογικά και ιστορικά στοιχεία των τοποθεσιών, επισκέφτηκε και τον Μούδρο μεταξύ των ετών 1410-1420.