Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Στα ΒΑ της Λήμνου και σε απόσταση περίπου 25 χλμ. από την πρωτεύουσα του νησιού, στο χωρίο Ρεπανίδι, χωροθετείται ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα λημνιακής εκκλησιαστικής μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής. Μπροστά από το ναό, το 1928, χτίστηκε ένας νέος μεγαλύτερος ναός αφιερωμένος επίσης στον Άγιο Γεώργιο, ο οποίος αποτελεί σήμερα και την κεντρική εκκλησία του οικισμού.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ
Το Ρεπανίδι ανήκει στους βυζαντινούς οικισμούς του νησιού και αναφέρεται στις πηγές ήδη από τον 13ο αι. Η παλαιότερη γραπτή αναφορά χρονολογείται το 1285, όπου ο οικισμός, με την ονομασία «Ρεπανίδιον», συμπεριλαμβάνεται σε εκκλησιαστικό απογραφικό πρακτικό σχετικά με την περιουσία της τότε ανεξάρτητης Μονής της Πτέρης. Τον 14ο αι. το χωρίο αποτέλεσε μετόχι της Πάτμου.
Αρχικά, ο οικισμός φαίνεται να ήταν αναπτυγμένος στην ευρύτερη περιοχή του Κότσινα. Πολύ αργότερα οι κάτοικοι του χωριού, στο πλαίσιο αναζήτησης μιας ασφαλέστερης θέσης εγκατάστασης, αθέατη από την πλευρά της θάλασσας και σε απόσταση από αυτή, μετακινήθηκαν για λόγους ασφάλειας και προστασίας προς την ενδοχώρα του νησιού και εγκαταστάθηκαν στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα ο οικισμός.
Σχετικά με την προέλευση της ονομασίας του χωριού, υπάρχουν διάφορες θεωρίες, από τις οποίες η επικρατέστερη θέλει το τοπωνύμιο Ρεπανίδι να συνδέεται με τη χλωρίδα της περιοχής και να προέρχεται πιθανότατα από το αγριόχορτο ραπανίδα ή ρεπανίδα. Από τον 13ο αιώνα έως και τον 16ο αιώνα ο οικισμός απαντά στις πηγές ως Ρεπανίδιον ή Ραπανίδι, ενώ από τον 19ο αιώνα και μετά αναφέρεται και ως Ροπανίδι, Ρεπανίδη ή Ερπάνη.
Πληθώρα περιηγητών, οι οποίοι πέρασαν από τη Λήμνο από τον 15ο έως και τον 20ο αιώνα, συμπεριέλαβαν τον οικισμό στις περισσότερες περιγραφές τους σχετικά με το νησί, ενώ ως θέση σημειώνεται σχεδόν σε όλους του χάρτες της εποχής. Tο 1418 ο ιταλός γεωγράφος Cristoforo Buondelmonti συμπεριέλαβε τον οικισμό σε χάρτη του νησιού, ενώ το 1548 ο γάλλος φυσιοδίφης Pierre Belon ανέφερε ότι εγκαταστάθηκε εκεί για ένα διάστημα προκειμένου να πραγματοποιήσει επισκέψεις στη γύρω περιοχή. Το 1785 ο οικισμός εντοπίζεται σε χάρτη του Choiseul-Gouffier και αναφέρεται τόσο από τον Lacroix το 1829 και λίγο αργότερα από τον Conze το 1858, με τη σημαντική πληροφορία ότι το χωριό βρίσκεται σε άλλο σημείο από αυτό που υποδείκνυαν οι παλαιότεροι χάρτες της εποχής. Το 1898 το χωρίο εντοπίζεται σε χάρτη του De Launay, ενώ ως οικισμός σημειώνεται και το 1904 από τον Γερμανό περιηγητή, Carl Fredrich.
Στις αρχές του 20ου αι. και σύμφωνα με πληθυσμιακά στοιχεία, το χωρίο Ρεπανίδι αριθμούσε το 1928, 639 κατοίκους, ένας αριθμός ο οποίος παρουσίαζε σταδιακά φθίνουσα πορεία, φτάνοντας τους 393 κατοίκους το 1981 και μόλις 302 το 1991.
To 1928 ξεκίνησε η ανοικοδόμηση του νεότερου ναού του Αγίου Γεωργίου στον οικισμό, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1948, ενώ το 1931 χτίστηκε νέο σχολικό κτίριο, το οποίο λειτούργησε περίπου έως το 1990.
Σήμερα και σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της απογραφής, το Ρεπανίδι αριθμεί περίπου 250 κατοίκους. Οργανώνεται γύρω από την κεντρική πλατεία του οικισμού και διακρίνεται για τις ιδιαίτερες οικίες λημνιακής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που δεσπόζουν σε διάφορα σημεία του χώρου. Στο ΒΔ άκρο του χωριού εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει σύνολο πίθων σκαλισμένα στο βράχο, γνωστές ως γούβες ή γούρνες, ενώ πλησίον του χωριού σώζεται μέρος από το άλλοτε μεγάλο δάσος με τις βελανιδιές, μοναδικό στο νησί, από όπου κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας γινόταν σημαντική εξαγωγή βελανιδιών, τα οποία προορίζονταν για τα μεγάλα βυρσοδεψεία της Δύσης.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ
Αν και η ακριβή ημερομηνία ανέγερσης του Ι.Ν. του Αγίου Γεωργίου δεν είναι έως σήμερα γνωστή, από τα περιηγητικά κείμενα προκύπτει ότι ο ναός ήταν ήδη σε λειτουργία, ως ενοριακός ήδη από τα μέσα του 19ου αι., όπως χαρακτηριστικά παραθέτει ο Γερμανός Alexander Conze, στο έργο του «Reise auf den Thrakischen Meers», ο οποίος επισκέφτηκε το εκκλησάκι το 1858 κατά την παραμονή του στον οικισμό του Ρεπανιδίου. Ένα αιώνα σχεδόν αργότερα, το 1928, ένα νέο μεγαλύτερο εκκλησιαστικό κτίσμα χτίστηκε μπροστά από τον ναό του Αγίου Γεωργίου, αφιερωμένο επίσης στον Άγιο Γεώργιο, μετατρέποντας τον παλιό ναό από ενοριακό σε κοιμητηριακό. Αν και σήμερα ο παλαιότερος Άγιος Γεώργιο δεν παρουσιάζει κωδωνοστάσιο στον περιβάλλοντα χώρο του, στις πηγές αναφέρεται η ύπαρξη ενός χτιστού ψηλού καμπαναριού, έργο του λιθοξόου Κωνσταντή Αταλιώτη από τη Φισίνη, το οποίο κατέρρευσε από σεισμό το 1968.
Το 1963, ο Άγιος Γεώργιος κηρύχθηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο και για τις επόμενες δεκαετίες παρέμενε εγκαταλελειμμένος, παρουσιάζοντας σταδιακά έντονα προβλήματα στατικότητας και σημαντικές κατά τόπους φθορές. Για το λόγο αυτό η τότε αρμόδια 14η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ενέταξε το μνημείο σε ένα τριετές πρόγραμμα ανάδειξης και αποκατάστασης, στο πλαίσιο του Έργου: «Αποκατάσταση Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Ρεπανιδίου Λήμνου», ενταγμένο στο Πρόγραμμα ΕΣΠΑ 2007-2013. Οι πρώτες εργασίες ανάδειξης στο ναό ξεκίνησαν το 2011 και ολοκληρώθηκαν το 2013. Την περίοδο αύτη πραγματοποιήθηκε εξυγίανση του χώρου, ενισχύθηκε η θεμελίωση του ναού, κατασκευάστηκε νέα στέγη, αποκαταστάθηκαν οι τοιχοποιίες, τα μαρμάρινα περιθυρώματα και το λιθόστρωτο δάπεδο, συντηρήθηκαν τα ξύλινα τμήματα του ναού και διαμορφώθηκε ο περιβάλλοντας χώρος με τη δημιουργία πλακόστρωσης και διαμορφώσεων για πρόσβαση ΑΜΕΑ. Επιπλέον, στο εσωτερικό του ναού πραγματοποιήθηκαν εργασίες συντήρησης του ζωγραφικού και γύψινου διακόσμου, του ξυλόγλυπτου τέμπλου και του κιβωρίου της Αγίας Τράπεζας.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ TOY NAOY
Ο Ι.Ν. του Αγίου Γεωργίου στο Ρεπανίδι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα λημνιακής μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής και ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Έχει διαστάσεις 19×12 μ. και αποτελείται από το ιερό Βήμα, τον κυρίως ναό και τον γυναικωνίτη. Ο άλλοτε επιχρισμένος ναός παρουσιάζει λιτές εξωτερικές όψεις και είναι κατασκευασμένος από εμφανή σήμερα ανακατασκευασμένη αργολιθοδομή από τοπική ηφαιστειακή πέτρα. Φέρει λίθινους ακανόνιστους γωνιόλιθους στις τέσσερις καθ’ ύψος ακμές του και καλύπτεται με δίρριχτη νεότερη στέγη. Εξωτερικά, στην ανατολική πλευρά του εξέχουν τρεις ημικυκλικές κόγχες, η κόγχη του Ιερού στο κέντρο και εκατέρωθεν αυτής οι κόγχες της Πρόθεσης και του Διακονικού. Και οι τρεις εδράζουν σε προεξέχον παλαιότερο χτιστό θεμέλιο από ακανόνιστους λίθους επί τους οποίου διαμορφώνονται ημικυκλικά τυφλά αψιδώματα από παλαιότερη αρχιτεκτονική φάση του μνημείου. Ψηλότερα από την κόγχη του ιερού και πάνω από το ορθογωνικής διατομής παράθυρο, βρίσκεται εντοιχισμένη μαρμάρινη πλάκα με ανάγλυφη παράσταση σταυρού σε δεύτερη χρήση.
Την πρόσβαση στον κυρίως ναό εξασφαλίζουν τρεις θύρες εισόδου, μία σε κάθε κλίτος. Η κεντρική είσοδος βρίσκεται στη δυτική πλευρά και οδηγεί στο μεσαίο κλίτος, ενώ μια δεύτερη πόρτα, πλευρικά της πρώτης οδηγεί στο νότιο κλίτος. Μία τρίτη είσοδος ανοίγεται στα βόρεια, όπου και το βόρειο κλίτος του ναού. Όλες φέρουν λίθινα τοξωτά περιθυρώματα και κλείνουν με ξύλινες πόρτες. Ο φωτισμός και ο αερισμός του μνημείου επιτυγχάνεται μέσω παραθύρων, τα οποία σημειώνονται και στις τέσσερις πλευρές του. Στα ανώτερα τμήματα ανοίγονται ορθογώνια παράθυρα από την τελευταία κατασκευαστική φάση του μνημείου και χαμηλότερα τοξωτά, από προγενέστερη κατασκευαστική περίοδο. Όλα τα παράθυρα φέρουν λίθινη περιθύρωση από ηφαιστειακό ανδεσιτικό σκούρο πέτρωμα και φράζονται με μεταλλικά κιγκλιδώματα από οριζόντια και κάθετα στελέχη. Η κεντρική είσοδος στα δυτικά του ναού κοσμείται περιμετρικά από τρεις αβαθείς ημικυκλικές κόγχες, οι οποίες έφεραν άλλοτε εικόνες που σχετιζόταν με τον αφιερωτή άγιο του ναού.
Εσωτερικά, στο χώρο του ιερού Βήματος διαμορφώνεται στο κέντρο του ανατολικού τοίχου η ημικυκλική αψίδα του Ιερού και εκατέρωθεν αυτής άλλες δύο μικρότερες, που χωροθετούνται στις περιοχές της Πρόθεσης και του Διακονικού. Στο κέντρο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα με το ξυλόγλυπτο κιβώριο. Ο χώρος του Ιερού χωρίζεται από τον υπόλοιπο ναό με ξυλόγλυπτο τέμπλο, εξαιρετικής τεχνικής, ενώ στον κυρίως ναό δύο κατά μήκος τοξωτές κιονοστοιχίες από επιχρισμένους ξύλινους κίονες με κορινθιακού τύπου γύψινα κιονόκρανα χωρίζουν το χώρο σε τρία κλίτη. Στα δυτικά, δύο ξύλινές σκάλες οδηγούσαν στο χώρο του γυναικωνίτη με ξύλινα καφασωτά.
Ο ναός καλύπτεται με επίπεδη ξύλινη οροφή στο κεντρικό κλίτος και επικλινείς στα πλευρικά. Το δάπεδο είναι λιθόστρωτο και διαμορφώνεται κλιμακωτά σε δύο επίπεδα, με το υψηλότερο να βρίσκεται στο χώρο του Ιερού. Στα νότια του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται σήμερα το νεκροταφείο του οικισμού.
Ο ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ
Στο εσωτερικό του Αγίου Γεωργίου σώζεται σήμερα αποσπασματικά ζωγραφικός διάκοσμος, ο οποίος χαρακτηρίζεται από λαϊκότροπα μοτίβα με νεοκλασικές επιρροές. Οι τοιχογραφίες εντοπίζονται εσωτερικά του μνημείου και περιορίζονται στις δύο κατά μήκος τοξοστοιχίες που χωρίζουν τον κυρίως ναό σε τρία κλίτη. Πιο ειδικά, στο κέντρο των τυμπάνων μεταξύ των τόξων εικονίζονται σε μετάλλια στηθαίες μορφές προφητών μπροστά από γαλάζιο φόντο. Οι μορφές πλαισιώνονται κατά τόπους με γύψινα κοσμήματα. Περιμετρικά των μεταλλίων διακρίνονται χερουβείμ, συμπλέγματα φυτικών μοτίβων και πτηνών, ενώ ψηλότερα, στο σημείο ένωσης των τοξοστοιχιών με την οροφή του κυρίως κλίτους εικονίζεται γραπτή ποδέα με ανθεμωτή διακόσμηση.
Στα ανατολικά του ναού, εσωτερικά του Ιερού Βήματος, στο τύμπανο του τόξου, εικονίζεται στο κέντρο σε μεταλλείο ο Πανόπτης Οφθαλμός εντός τριγώνου, σύμβολο της Αγίας Τριάδας, περιβαλλόμενος από χερουβείμ και πλαισιωμένος δεξιά και αριστερά από δύο μεγαλύτερα μετάλλια στα οποία δεσπόζουν οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος, κρατώντας κλειστά ευαγγέλια με χρυσή στάχωση. Αντίστοιχα, από την απέναντι πλευρά του ναού, στα δυτικά, όπου και η περιοχή του γυναικωνίτη, αποδίδεται στο κέντρο του τυμπάνου σε ρομβοειδές μετάλλιο η Παναγιά με τα χέρια ανοιχτά σε στάση δέησης και το μικρό Χριστό στην αγκαλιά της να κρατά Ευαγγέλιο και να ευλογεί.
Οι σημαντικές φορητές εικόνες μεταβυζαντινών χρόνων, οι οποίες κοσμούσαν άλλοτε το εσωτερικό του ναού φυλάσσονται σήμερα στο Εκκλησιαστικό Μουσείο Λήμνου.
ΤΟ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΟ ΤΕΜΠΛΟ
Το επιβλητικού χαρακτήρα ξυλόγλυπτο τέμπλο του Αγίου Γεωργίου χωρίζει το Ιερό από το χώρο του κυρίως ναού και αποτελεί μοναδικό παράδειγμα μεταβυζαντινής ξυλόγλυπτης τέχνης στην περιοχή της Λήμνου.
Το τέμπλο οργανώνεται σε τρεις βασικές καθ’ ύψος ζώνες και κοσμείται από φορητές εικόνες, ζωγραφικές παραστάσεις και ξυλόγλυπτα διακοσμητικά μοτίβα. Την χαμηλή ζώνη αποτελούν τα τρία βημόθυρα και οι εικόνες τέμπλου, με τις δύο Δεσποτικές, της ένθρονης Παναγιάς και του Χριστού εκατέρωθεν της Ωραίας Πύλης και άλλες έξι σε προέκταση αυτών. Οι εικόνες δεσπόζουν πάνω από τετράγωνα ξυλόγλυπτα θωράκια και επιστέφονται από αβαθείς περίτεχνες κόγχες. Ψηλότερα, δύο παράλληλες ταινίες περιτρέχουν το τέμπλο, η μία ξυλόγλυπτη και η άλλη διακοσμημένη με ζωγραφικά λαϊκότροπα φυτικά κοσμήματα, λευκού, ερυθρού και πράσινου χρώματος. Σε ανώτερο επίπεδο παρουσιάζεται ζώνη από ορθογώνια θωράκια με την παράσταση του Ιερού Μανδηλίου να βρίσκεται στο κέντρο, αξονικά τοποθετημένο πάνω από την Ωραία Πύλη. Τα υπόλοιπα ξύλινα θωράκια φέρουν φυτικές διακοσμήσεις, ενώ σε ένα από αυτά αποδίδεται ζωγραφικά δράκος με ανοιχτά φτερά. Ακολουθεί το επιστύλιο με τη απεικόνιση του Αποστολικού σε 33 κατά σειρά παραστάσεις με τοξωτή ξυλόγλυπτη απόληξη, οι οποίες χωρίζονται μεταξύ τους με επιχρυσωμένους κιονίσκους. Από την τελευταία ζώνη του τέμπλου, όπου δεσπόζει η τυπική σύνθεση του Τριμόρφου, σώζεται μόνο η ξυλόγλυπτη επιχρυσωμένη ταινία στο κατώτερο τμήμα.
ΚΗΡΥΞΗ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
Το 1963 ο Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Ρεπανιδίου κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο σύμφωνα με την ΥΑ 11523/23-8-1963, ΦΕΚ 408/Β/18-9-1963 και ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ39/61960/2034 π.ε./28-1-2000, ΦΕΚ 213/Β/25-2-2000.