Ιερό των Καβείρων

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ
8ος αιώνας π.Χ.

μεγάλος αποθέτης με αρχαϊκή κεραμική (τύπου G2-3)

 

7ος αιώνας π.Χ.

υστεροαρχαϊκός ναός, ορθογώνιος με πλίνθινα θρανία παράλληλα με τους τοίχους, οικοδομικά κατάλοιπα δυτικά του ναού, αναλημματικός τοίχος και αποστραγγιστικός αγωγός ΒΔ του αρχαϊκού κτιρίου

 

6ος αιώνας π.Χ.

(513/512π.Χ.)

επιδρομή από τον Πέρση ναύαρχο Οτάνη,

καταστροφή του αρχαϊκού ναού

 

5ος αιώνας π.Χ.

μαρτυρείται από λιγοστά όστρακα κεραμικής στους αποθέτες στην περιοχή δυτικά των τελεστηρίων

 

4ος αιώνας π.Χ.

αναλήμματα και υστεροκλασικός αποθέτης

 

3ος αιώνας π.Χ.

επιγραφές, ελληνιστικός αποθέτης

 

2ος αιώνας π.Χ.

έναρξη οικοδόμησης ελληνιστικού τελεστηρίου, επίχωση κάτω από τα άδυτα του υστερορωμαϊκού τελεστηρίου, ανάλημμα και αποστραγγιστικός αγωγός

 

2ος αιώνας π.Χ.

(197 π.Χ.)

ήττα του Φιλίππου Ε΄ στις Κυνός Κεφαλές,

παράδοση του νησιού στους Ρωμαίους

 

1ος αιώνας π.Χ./

2ος αιώνας μ.Χ.

 

οικίες ΝΑ του ελληνιστικού τελεστηρίου,

υστερορωμαϊκό ανάλημμα

 

3ος αιώνας μ.Χ.

 

καταστροφή του ελληνιστικού τελεστηρίου από σεισμό και επακόλουθη πυρκαγιά, οικοδόμηση υστερορωμαϊκού τελεστηρίου στο νότιο άνδηρο, οικίες περιμετρικά του υστερορωμαϊκού τελεστηρίου, καταστροφή υστερορωμαϊκού τελεστηρίου

 

4ος αιώνας μ.Χ.

 

τελική φάση υστερορωμαϊκού τελεστηρίου, επισκευή και χρήση μόνο του σηκού, αναλημματικός τοίχος

 

5ος αιώνας μ.Χ.

τελική εγκατάλειψη του ιερού

 

Η ΘΕΣΗ

Στο ΒΑ άκρο του νησιού της Λήμνου, στο ακρωτήριο Χλόη, δεσπόζει επιβλητικό το ιερό των Καβείρων, το οποίο χρονολογείται από τα τέλη του 8ου αι. π.Χ. έως και τον 5ο αι. μ.Χ. Πρόκειται για έναν από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους του  νησιού με μεγάλη επισκεψιμότητα κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, καθώς αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα και μακροβιότερα ιερά του αιγαιακού κόσμου, αποτελώντας  ζωτικό κέντρο μυστηριακής λατρείας από την πρωτολημνιακή περίοδο μέχρι τους υστερορωμαϊκούς χρόνους.

Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΒΕΙΡΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΙΕΡΑ

Σύμφωνα με την παράδοση, οι Κάβειροι ήταν μυστηριακές θεότητες και η λατρεία τους προϋπήρχε του ελληνικού πάνθεου. Ήταν οι γιοι του θεού Ήφαιστου και τους αποδίδονται ποικίλες ιδιότητες, όπως δαίμονες της φωτιάς, της μεταλλουργίας, της ναυσιπλοΐας, της γονιμότητας και του κρασιού. Η λατρεία τους ήταν δημοφιλής κατά την περίοδο των Διαδόχων και εκτός από τη Λήμνο, απαντά επίσης στη Σαμοθράκη, στο ιερό των Μεγάλων Θεών, στη Θήβα, στην Ίμβρο, ενώ πρόσφατα ευρήματα συνδέουν τη λατρεία τους και με τη Θεσσαλονίκη. Σχετικά με την ετυμολογία του ονόματος Κάβειροι, υπάρχουν διάφορες ερμηνείες, όπως και για την αρχική προέλευση της λατρείας τους.

Στα ιερά, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου φαίνεται ότι λάμβαναν χώρα τελετές μύησης, άμεσα συνδεδεμένες με αντίστοιχες τελετές εξαγνισμού. Οι τελετές μύησης γινόταν παρουσία του ιερέα και ενώπιον των μυημένων με απώτερο σκοπό την κατάκτηση της απόλυτης κάθαρσης και αναζωογόνησης, ακολουθώντας μια μυστικιστική διαδικασία, η οποία αποδεσμευμένη από περιορισμούς και δόγματα, φαίνεται ότι προσέφερε απλόχερα τη δυνατότητα της προσωπικής επιλογής στους μυημένους, οδηγώντας επιτελεστικά στην αποδέσμευση και την ελευθερία.

Τα τελεστήρια των Καβείρων ήταν μεγάλων διαστάσεων κτίσματα, καθώς ήταν χώροι συνάθροισης κοινού. Το μεγαλύτερο μέρος της λατρευτικής πρακτικής λάμβανε χώρα στο εσωτερικό τους, σε αντίθεση με την λατρεία των θεών, όπου οι ναοί τους είχαν ως κύριο μέλημα τη στέγαση του αγάλματος της θεότητας, ενώ κύριο σημείο της τελετουργίας ήταν ο βωμός, ο οποίος βρισκόταν εξωτερικά των ναών. Το ελληνιστικό τελεστήριο του Ιερού των Καβείρων στη Λήμνο έχει μεγαλύτερες διαστάσεις από το ναό των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης, ενώ η κάτοψή του ομοιάζει μορφολογικά με το πρώτο τελεστήριο της Ελευσίνας που χρονολογείται το 600 π.Χ., κυρίως στις διαστάσεις και στην ύπαρξη πλίνθινων θρανίων. Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει και το ιερό της Σαμοθράκης, τόσο στην αρχαϊκή όσο και στην ελληνιστική του φάση.

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Το ιερό των Καβείρων ήταν εξαρτημένο από την Ηφαιστία, μια πολυπληθή πόλη με δυο λιμάνια και δημόσια κτίσματα, η οποία κατά τους ιστορικούς χρόνους αποτέλεσε μία από της δύο πιο σημαντικές αρχαίες πόλεις του νησιού μαζί με τη Μύρινα και για το λόγο αυτό είναι γνωστή και ως «δίπολις».

Κατά την κλασική περίοδο η Λήμνος συνδέθηκε άμεσα με την άφιξη των Αθηναίων κληρούχων στο νησί και αν και τα αρχαιολογικά στοιχεία για την περίοδο αυτή είναι ιδιαιτέρως πενιχρά, από τις φιλογολικές πηγές είναι γνωστό, ότι η οριστική κατάληψη του νησιού από του Αθηναίους του Μιλτιάδη πραγματοποιήθηκε γύρω στο 500 π.Χ. και σηματοδότησε από τη μία τη μετακίνηση του βαρβαρικού πληθυσμού της Λήμνου στις απέναντι από το νησί περιοχές και από την άλλη την εδραίωση της αθηναϊκής παρουσίας στη Λήμνο με την εγκατάσταση των Αθηναίων κληρούχων, μετά από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ.

Καθώς η περίοδος του ύστερου 5ου και πρώιμου 4ου αι. π.Χ. παραμένει σχετικά ασαφής τόσο σε πολιτικό επίπεδο, όσο και σε ό,τι αφορά τις πολιτειακές σχέσεις των νεοφερμένων Αθηναίων κληρούχων με τον ντόπιο πληθυσμό, από το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., η συμβίωση και η αφομοίωση του τοπικού στοιχείου από την Αθηναϊκή κληρουχία αποκρυσταλλώθηκε στις σχέσεις της Λήμνου και της Αθήνας με την ειρηνική συνύπαρξη και εκχώρηση δικαιωμάτων στο γηγενή πληθυσμό του  νησιού. Την περίοδο αυτή πραγματοποιήθηκαν και οι πρώτες νομισματικές κοπές στην πόλη της Ηφαιστίας με την επίσημη αθηναϊκή παρουσία στα νομίσματα, ενώ η αττική κεραμική καθιερώθηκε στην λημνιακή τοπική αγορά, καλύπτοντας τις καθημερινές χρηστικές ανάγκες των κατοίκων. Η νέα αυτή τακτική της Αθήνας, πέραν από την εξεύρεση χρηματικών πόρων και την οικονομική εξάρτηση της Λήμνου από αυτή, αποσκοπούσε και στη δημιουργία ενός νέου εμπορικού σταθμού, που θα εξασφάλιζε το άνοιγμα του θαλάσσιου δρόμου προς τον Ελλήσποντο, τον Εύξεινο Πόντο, και την Τρωάδα, με απώτερο σκοπό την εξεύρεση πρώτων υλών και βασικών βιοποριστικών αγαθών. Στο πλαίσιο αυτό, η Λήμνος, κυρίως κατά την υστεροκλασική και ελληνιστική περίοδο, αποτέλεσε για την Αθήνα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της στο ΒΑ Αιγαίο. Κατά τον ύστερο 4ο και 3ο αι. π.Χ., και παρά τις δυσμενείς πολιτικές συγκυρίες, το οικοδομικό πρόγραμμα και των δύο πόλεων αναπτύχτηκε δυναμικά, όπως αποτυπώνεται μέσα από την αναδιοργάνωση των ιερών και των δημοσίων μνημειακών οικοδομημάτων.

Γύρω στο 200 π.Χ. στη Λήμνο μαρτυρείται η παρουσία του βασιλιά Φίλιππου του Ε΄ και σημειώνεται η έναρξη οικοδόμησης του ελληνιστικού τελεστηρίου. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Λατίνου ποιητή, Λεύκιου Άκκιου σε απόσπασμα από το χαμένο του έργο «Φιλοκτήτης», που χρονολογείται τον 2ο αιώνα π.Χ. σχετικά με τα περίφημα ιερά των Καβείρων της Λήμνου και τους ναούς του Ηφαίστου στο λόφο της Ηφαιστίας. Στον ίδιο ανάγεται η πεποίθηση, ότι η μυστηριακή λατρεία στη Λήμνο ήταν αρχαιότατη, γεγονός το οποίο διαφαίνεται σε όλη την παλαιότερη γραπτή παράδοση ως τον τραγικό ποιητή Αισχύλο, ο οποίος το 466 π.Χ. ολοκλήρωσε την τριλογία του «Αργοναύτες», μέρος της οποίας αποτέλεσε και η χαμένη σήμερα τραγωδία «Κάβειροι».

Ο ποιητής Φλάβιος Φιλόστρατος (170/172-247/250 μ.Χ.) στο έργο του «Ηρωικός» αναφέρεται στην τελετή άφιξης του νέου φωτός που ερχόταν από τη Δήλο, με τις φωτιές να σβήνουν για εννέα ημέρες σε όλο το νησί, ως τελετή εξαγνισμού. Χαρακτηριστικά διασώζονται τα εξής:

«…ἐπί δέ τῷ ἒργῳ τῷ περί τούς ἄνδρας ὑπό τῶν ἐν Λήμνῳ γυναικῶν ἐξ Ἀφροδίτης ποτέ πραχθέντι καθαίρεται μεν ἡ Λήμνος καί καθ’ ἒνα τοῦ ἒτους και σβέννυται τό ἐν αὐτῇ πύρ ἐς ἡμέρας ἐννέα, θεωρίς δέ ναῦς ἐκ Δήλου πυρφορεί, κᾶν ἀφίκηται πρό τῶν ἐναγισμάτων, οὐδαμοῦ τῆς Λήμνου καθορμίζεται, μετέωρος δέ ἐπισαλεύει τοῖςἀκρωτηρίοις, ἒς τε ὄσιον τό ἐσπλεῦσαι γένηται, θεούς γάρ χθόνιους και ἀπόρρητους καλοῦντες τότε καθαρόν, οἶμαι το πῦρ τό ἐν τῇθαλάττη φυλάττουσιν, ἐπειδάν δέ ἡ θεωρίς  ἐσπλεύση καί νείμωνται το πῦρ ἐς τε τήν ἄλλην δίαιταν ἐς τε τάς ἐμπύρους τῶν τεχνῶν, καινοῦ τό ἐντεῦθεν βίου φασίν ἄρχεσθαι».

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Οι πρώτες ενδείξεις για την ύπαρξη ερειπίων στο ακρωτήριο Χλόη, στο ΒΑ άκρο της Λήμνου, παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά τον 18ο αι., από τον περιηγητή Choiseul Gouffier, σε σχετικό χάρτη του νησιού του 1782.

Δύο αιώνες αργότερα, το 1937, ο Ιταλός αρχαιολόγος Luigi Bernabò Brea, ταύτισε το χώρο με το ιερό των Καβείρων, στο πλαίσιο ανασκαφικών εργασιών που πραγματοποίησε στην περιοχή, σε μια προσπάθεια των ανασκαφέων της εποχής να αποκαλύψουν το τυρρηνικό παρελθόν της Λήμνου, πριν την άφιξη των Αθηναίων εποίκων και τον εξελληνισμό του νησιού. Ο Bernabò Brea, στις 30 Αυγούστου 1937, ξεκίνησε την πρώτη ανασκαφική διερεύνηση στο χώρο και την ίδια ημέρα αποκάλυψε μέρος του προστώου του ελληνιστικού τελεστηρίου. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη του χώρου σε σχέση με την Ηφαιστία και τις διαθέσιμες φιλολογικές και ιστορικές πηγές, οδήγησαν τον Ιταλό αρχαιολόγο στην ταύτιση του χώρου με το Καβείριο της Λήμνου. Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, μεταξύ άλλων οικιστικών καταλοίπων του ιερού αποκαλύφθηκε πλήθος ευρημάτων διαφόρων εποχών, όπως μαρμάρινες επιγραφές, ενσφράγιστοι αμφορείς, λυχνάρια, κέραμοι και ακροκέραμα, αρχιτεκτονικά μέλη και εγχάρακτες επιγραφές σε αγγεία, τα οποία επιβεβαίωσαν την  ταύτιση του χώρου με το Καβείριο.

Η πρώτη ανασκαφική διερεύνηση συνεχίστηκε για άλλα δύο χρόνια, το 1938 και 1939 και διακόπηκε από την έναρξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Την περίοδο αυτή, στο πλαίσιο προστασίας των αρχαιοτήτων, παραδόθηκαν στη διεύθυνση του αρχαιολογικού μουσείου Αθηνών τα πιο αξιόλογα ευρήματα. Το υπόλοιπο αρχαιολογικό υλικό, το οποίο φυλασσόταν στο χώρο, διασκορπίστηκε, καθώς οι χώροι διαμονής της ιταλικής αποστολής καταστράφηκαν. Μετά τη λήξη του πολέμου, το 1952, οι αρχαιολόγοι Giancarlo Susini και Luigi Polacco ανέλαβαν το δύσκολο εγχείρημα της τακτοποίησης του διασκορπισμένου αρχαιολογικού υλικού που είχε απομένει στο χώρο, το οποίο αργότερα καταχώθηκε στην περιοχή των παλιών ιταλικών οικημάτων. Τα προκαταρκτικά συμπεράσματα, καθώς και τα ημερολόγια της ανασκαφής από την πρώτη τριετή αρχαιολογική έρευνα στο Καβείριο, παρουσιάστηκαν σε ένα δοκίμιο από τον Doro Levi.

Η δεύτερη ανασκαφική περίοδο στο ιερό των Καβείρων τοποθετείται στη δεκαετία του ΄80 και πραγματοποιήθηκε από το 1982 ως 1987 και πάλι από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών. Την περίοδο αυτή συνεχίστηκε η ανασκαφική διερεύνηση στο βόρειο άνδηρο και ολοκληρώθηκε η αποκάλυψη του υστερορωμαϊκού τελεστηρίου. Επιπλέον, έγιναν εκτεταμένοι καθαρισμοί στο εγκαταλειμμένο μνημείο, ώστε να αποκαλυφθούν ξανά τα θεμέλια του ελληνιστικού τελεστηρίου και αναστηλώθηκαν οι πεσμένοι κίονες. Πραγματοποιήθηκαν ανακτήσεις πεσμένων τοιχοποιιών, κατασκευάστηκαν νέοι αναλημματικοί τοίχοι για την αντιστήριξη των πρανών και πραγματοποιήθηκαν σχεδιαστικές αποτυπώσεις των τριών ιερών: του ελληνιστικού, του υστεροαρχαϊκού και του υστερορωμαϊκού τελεστηρίου. Τα αξιόλογα αποτελέσματα της έρευνας από τη δεύτερη ανασκαφική περίοδο στο ιερό, κυρίως σε ότι αφορά τα μορφολογικά και χρονολογικά στοιχεία του μνημείου, παρουσιάστηκαν συνθετικά στα Έργα της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών. Κατά τα έτη 1990-1991 η Ιταλική Σχολή πραγματοποίησε την τρίτη φάση ανασκαφών στο Καβείριο, κατά την οποία οι έρευνες επικεντρώθηκαν στην διερεύνηση του υστεροαρχαϊκού κτηρίου, κάτω από το υστερορωμαϊκό τελεστήριο.

Δύο δεκαετίες αργότερα, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου, με σκοπό τη διάσωση των ορατών αρχαιοτήτων στον χώρο εκπόνησε μελέτες και ενέταξε το Καβείριο σε ένα πρόγραμμα ανάδειξης και αποκατάστασης, με τίτλο: ««Ανάδειξη Αρχαιολογικού Χώρου Καβειρίου ν. Λήμνου», το οποίο υλοποίησε στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος Κρήτη και Νήσοι Αιγαίου 2014-2020, της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου. Στο πλαίσιο του έργου, το οποίο ολοκληρώθηκε το 2018, ο αρχαιολογικός χώρος αναβαθμίστηκε. Υλοποιήθηκε ένα άκρως αναγκαίο πυκνό αποστραγγιστικό δίκτυο γύρω από τις ορατές αρχαιότητες των δύο πλατωμάτων, κατασκευάστηκε φυλάκιο στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου, τοποθετήθηκε νέα μεταλλική περίφραξη, έγιναν διαδρομές περιήγησης, εργασίες στερέωσης των βράχων νοτίως του ελληνιστικού τελεστηρίου, καθώς και συντηρήσεις σε όλα τα οικιστικά κατάλοιπα του χώρου. Επιπλέον, τοποθετήθηκαν νέες ενημερωτικές πινακίδες και ενημερωτική πινακίδα αφής για άτομα με μειωμένη όραση, πραγματοποιήθηκε προμήθεια ειδικού αμαξιδίου ΑΜΕΑ για την μεταφορά και περιήγηση στο χώρο ατόμων με κινητικά προβλήματα, ενώ ψηφιακό υλικό σε τέσσερις γλώσσες (ελληνικά, αγγλικά, ιταλικά και γερμανικά) με τη μορφή τάμπλετ είναι διαθέσιμο για τους επισκέπτες, ώστε να ξεναγηθούν στον αρχαιολογικό χώρο. Τέλος, εκδόθηκαν ενημερωτικά φυλλάδια και σχετικός αρχαιολογικός οδηγός για το ιερό.

Πρόσφατα, το 2022, ο αρχαιολογικός χώρος του Καβειρίου εντάχτηκε κα πάλι από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου σε ένα νέο πρόγραμμα ανάδειξης, με τίτλο: «Συντήρηση και ανάδειξη νότιου και δυτικού πρανούς αρχαιολογικού χώρου ιερού των Καβειρίων ν. Λήμνου», ενταγμένο στο Εθνικό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Επίκεντρο των εργασιών αυτή τη φορά αποτελεί η διαμόρφωση των πρανών, στα νότια και δυτικά του αρχαιολογικού χώρου, τα οποία παρουσιάζουν σοβαρά στατικά προβλήματα και κρίνεται επιτακτική η άμεση διαμόρφωση και αποκατάστασή τους.

Η ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ

Α. Γεωμορφολογία – οικιστική διαμόρφωση

 Το εκτός των τειχών της Ηφαιστίας ιερό, αφιερωμένο στους Κάβειρους, ήταν κτισμένο πάνω σε δύο τεχνητά άνδηρα, ένα στο νότιο και ένα στο βόρειο τμήμα. Τα άνδηρα αποτέλεσαν έργα εκτεταμένων αποχωματώσεων και εκβραχισμών και ήταν διαμορφωμένα στην πλαγιά χαμηλού λόφου, ο οποίος κατεβαίνει απότομα προς τη θάλασσα, σχηματίζοντας το ακρωτήριο Χλόη. Από την πλευρά της ξηράς, ο περίβολος του ιερού διέτρεχε την κορυφογραμμή, ενώ από την πλευρά της θάλασσας ισχυροί αναλημματικοί τοίχοι, διαφορετικών περιόδων και τεχνικών, στήριζαν την πλαγιά, συγκρατώντας τους ορεινούς όγκους και αποτρέποντας την κατάρρευσή των ανδήρων.

Β. Τα κτήρια και οι χώροι στο ιερό

Στο ιερό, κυρίαρχοι χώροι ήταν τα τελεστήρια, απαραίτητα για τη λατρεία των Καβείρων, ενταγμένα σε περίβολο για να προφυλάσσονται οι τελετουργίες από τα βλέμματα των αμύητων. Στο βόρειο άνδηρο χωροθετείται το ελληνιστικό τελεστήριο και στο νότιο το υστερορωμαϊκό, καθώς και κατάλοιπα της υστεροαρχαϊκής φάσης του ιερού.

Τα ιερά πλαισίωναν δευτερεύοντες οικιστικοί χώροι, από τους οποίους κατάλοιπα σώζονται στα βραχώδη πρανή, νοτίως του ελληνιστικού τελεστηρίου και φαίνεται να συνδέονται με την περίοδο λειτουργίας του. Οι οικίες στο χώρο αυτό ήταν ήδη γνωστές από τους Ιταλούς ανασκαφείς και ονομάστηκαν συμβατικά «υστερορωμαϊκή συνοικία». Πρόκειται για κτίσματα με μικρά δίχωρα ή τρίχωρα δωμάτια και κεντρική αίθουσα. Χωροταξικά, τα κατάλοιπα των οικιών φαίνεται να διατάσσονται σε σχήμα Π και ήταν παράλληλα με τη νότια στενή πλευρά του ελληνιστικού αδύτου. Γύρω από τις πτέρυγες διαμορφωνόταν υπαίθριος χώρος,  γνωστός και ως «επιφανής τόπος» με παρουσία τιμητικών επιγραφών και ψηφισμάτων των υστεροκλασικών, ελληνιστικών και πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων.

Για τον χρηστικό και λειτουργικό ρόλο του οικιστικού αυτού συμπλέγματος νοτίως του ελληνιστικού τελεστηρίου, καθώς και για την περίοδο λειτουργία του, φωτεινός οδηγός υπήρξε το μεγάλο πλήθος ευρημάτων που περισυλλέχτηκε από το εσωτερικό τους. Πρόκειται για κεραμική των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, που φτάνει έως και τον 3ο αιώνα μ.Χ., γεγονός που συνδέει τις οικίες με την περίοδο ακμής του ιερού, κατά την οποία λειτούργησε και το ελληνιστικό τελεστήριο. Η σπάνια ανεύρεση κεραμικής της ύστερης Αρχαιότητας στους χώρους, δικαιολογείται καθώς συνδέεται χρονικά με την εγκατάλειψη του ελληνιστικού λατρευτικού κτίσματος, το οποίο είχε  πια συρρικνωθεί σε μια μικρή οικιστική εγκατάσταση.

Το σύνολο των αγγείων που περισυλλέχτηκαν από τα δωμάτια αποτελούν δείγματα χρηστικής κεραμικής. Πρόκειται για επιτραπέζια μελαμβαφή και ερυθροβαφή αγγεία, αποθηκευτικά σκεύη και σκεύη παρασκευής τροφής, όπως, λεκάνες, κύπελλα, πινάκια, θραύσματα οινοχοών, χύτρες και τηγανόσχημα αγγεία. Επιπλέον, η παρουσία πάμπολλων οστρέων στο χώρο των ελληνιστικών και ρωμαϊκών οικοδομικών νησίδων, κυρίως στον τύπο των γαστερόποδων (murex trunculus και murex brandaris) αλλά και δίλοβων οστρέων, όπως πίνες, αχιβάδες, στρείδια, μύδια και χτένια, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τροφή, συνδυαστικά με οστά και αγγεία για επιτραπέζια χρήση και παρασκευή τροφής, αποτέλεσαν βασικές ενδείξεις για τη συσχέτιση των χώρων με πρακτικές κοινής εστίασης τόσο των μυημένων όσο και των επισκεπτών του ιερού. Αντίστοιχοι χώροι κοινής εστίασης, αναγκαίοι σε τόπους  λατρείας, έχουν βρεθεί και σε άλλα ιερά του αιγαιακού χώρου, όπως το κτίριο Δ, από την πρώτη οικοδομική φάση στο Ασκληπιείο της Κω, το Ηράκλειον της Θάσου, η Νότια Στοά της Αθηναϊκής Αγοράς και το Ασκληπιείο των Αθηνών.

Από το εσωτερικό των οικιών, πέρα από τη χρηστική κεραμική, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσίασε η ανεύρεση μεγάλου αριθμού πήλινων κυψελών, οριζόντιου και κάθετου τύπου, της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου, καθώς και θραύσματα πίθων, με εγχάρακτη επιγραφή του ιερού στο χείλος. Η αποκάλυψη κυψελών στα ιερά θεωρείται πολύ σημαντική καθώς, εκτός από την προμήθεια μελιού και γλυκαντικών ουσιών, συνδέεται και με την εκμίσθωση ιδιοκτησιών των ιερών, στις οποίες περιλαμβάνονταν χωράφια και κτήματα με κατάλληλη θαμνώδη βλάστηση για την περισυλλογή της ανθοφόρου γύρης. Η πρακτική αυτή ήταν συνήθης κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο και αποσκοπούσε στην προσαύξηση των προσόδων των ιερών. Στην ευρύτερη περιοχή του Καβειρίου, η παρουσία θαμνοειδών, όπως θυμάρια και ρίγανη, καθώς και λουλουδιών, όπως ανεμώνες και ασφόδελοι, φαίνεται να συνέβαλαν στη δημιουργία ενός άρτιου μελισσώνα, τον οποίο αξιοποίησε το ιερό με σκοπό την παρασκευή μελιού. Αντίστοιχα παραδείγματα εκμισθώσεων ακινήτων με μελισσώνες, που αποτελούσαν και τον έγγυο πλούτο των ιερών, σώζονται σε επιγραφές, όπως από το ιερό του Ποσειδώνος στην Ισθμία, αλλά και στην μικρασιατική ενδοχώρα, στη Ζήλα, στα Ουήνασα και στα Κόμανα της Καππαδοκίας, στα παράλια ιερά της Μικράς Ασίας, που κατείχαν κτήματα με μελισσώνες και ιερόδουλους, στο ιερό του Δία στους Αιζανούς, του Απόλλωνα στη Μαγνησία του Μαιάνδρου, του Διός στα Λάβρανδα και του Διός Οσογώ και Σινύρι στα Μύλασα. Τα ιερά αυτά καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό την τοπική και περιφερειακή οικονομική ανάπτυξη πόλεων και χωρίων που εντάσσονταν στην ευρύτερη περιφέρειά τους.

Ξεχωριστή σημασία για το ιερό φαίνεται να είχαν και μεμονωμένοι χώροι, οι οποίοι εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια των αρχαιολογικών ανασκαφών, όπως μια ημικυκλική κατασκευή, λαξευμένη στο βράχο, μπροστά από την είσοδο του υστερορωμαϊκού τελεστηρίου και σε προέκταση του πλακόστρωτου δαπέδου. Έχει δυτικό προσανατολισμό προς την πλευρά της θάλασσας και ονομάστηκε από τους Ιταλούς ανασκαφείς «Θησαυρός» Μυθημναίων ή εξέδρα. Επιπλέον, πλησίον των αποθηκευτικών χώρων του υστεροαρχαϊκού τελεστηρίου και με ίδιο  προσανατολισμό Β-Ν, ήρθε στο φως πρόσφατα ένα νέο επίμηκες κτίσμα του ύστερου 4ου /αρχών του 3ου αιώνα π.Χ. Στο εσωτερικό του εντοπίστηκαν μικροαντικείμενα καλλωπισμού και διακοσμητικά ένθετα. Ερμηνεύτηκε ως αποθηκευτικός χώρος, ο οποίος εγκαταλείφθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ., όταν πλέον κτίστηκε στο νότιο πλάτωμα το ελληνιστικό τελεστήριο.

Αν και η ανασκαφική διερεύνηση στο νότιο πλάτωμα του ιερού, όπου χωροθετείται το ελληνιστικό τελεστήριο δεν έδωσε στοιχεία για την προγενέστερη περίοδο λειτουργίας του, η περιοχή αυτή φαίνεται να συνδέεται άμεσα με την άγνωστη ως τώρα μορφή του τελεστηρίου των κλασικών/υστεροκλασικών χρόνων, η οποία θα πρέπει να αναζητηθεί πλησίον του υστεροαρχαϊκού τελεστηρίου. Ισχυρές ενδείξεις για την παρουσία ζωής στο ιερό και κατά τους χρόνους αυτούς, αποτελούν αρχαιολογικά ευρήματα στην ευρύτερη περιοχή των δύο ιερών, του υστεροαρχαϊκού και υστερορωμαϊκού, όπως μία πήλινη κέραμος με διακόσμηση αντωπών ελικοειδών ανθεμίων και ελικοειδών βλαστών στη βάση, καθώς και ένα εξαιρετικής ποιότητας μαρμάρινο ανθεμωτό ακρωτήριο. Και τα δυο χρονολογούνται στον ύστερο 4ο και πρώιμο 3ο αιώνα π.Χ. και εντοπίστηκαν σε κτίσμα του ύστερου 4ου αι. π.Χ. Αντίστοιχης περιόδου ευρήματα στην ίδια περιοχή, σημειώθηκαν και στα κατώτερα επίπεδα των βοηθητικών χώρων, τόσο από τους Ιταλούς ανασκαφείς, όσο και από την πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου, επιβεβαιώνοντας την άποψη της λειτουργία του ιερού και κατά την υστεροκλασική και πρώιμη ελληνιστική περίοδο.

Η ανεύρεση της μοναδικής μέχρι σήμερα ταφής στο ιερό, η οποία χρονολογείται επίσης στον ύστερο 4ο αιώνα π.Χ., παρουσίασε επιπρόσθετο ενδιαφέρον στο χώρο λατρείας των Καβείρων. Εντοπίστηκε μεταξύ των δύο τελεστηρίων, του υστεροαρχαϊκού και του υστερορωμαϊκού και χρησιμοποίησε ως όριο της τον δυτικό τοίχο του υστροαρχαϊκού τελεστηρίου. Ο νεκρός, με προσανατολισμό ΒΔ προς ΝΑ, ήταν τοποθετημένος σε ύπτια θέση επάνω σε φέρετρο, σύμφωνα με υπολείμματα σιδηρένιων ήλων που εντοπίστηκαν. Επάνω στο θώρακα του νεκρού βρέθηκε ελληνιστικό νόμισμα της Ηφαιστίας, και γύρω του χάλκινα, λεπτά, σφυρηλατημένα ελάσματα, πιθανώς από ζώνη, καθώς και δύο σιδερένια τμήματα εγχειριδίων. Η ανθρωπολογική μελέτη που εκπονείται από την ανθρωπολόγο Tina McGeorge, υπέδειξε ότι πρόκειται για ενήλικα άνδρα, μεταξύ 25 και 35 ετών, ενώ η ανεύρεση μικρού σπονδύλου από λαγό, φαίνεται να συνδέεται με προσφορά τροφής, μια ταφική πρακτική συνήθης για το μεταθανάτιο ταξίδι. Η ταφή επάνω στο εγκαταλελειμμένο υστεροαρχαϊκό τελεστήριο, σηματοδοτεί πιθανόν την ανάμνηση του θανάτου ενός σημαίνοντος προσώπου του ιερού, επάνω από την οποία κτίσθηκε μεταγενέστερα το υστερορωμαϊκό τελεστήριο. Η παρουσία σιδερένιων δαχτυλιδιών, ως συνοδευτικά ταφικά κτερίσματα του νεκρού, άμεσα συνδεδεμένα με τελετές μύησης, όπως αντίστοιχα έχουν βρεθεί και στο ιερό των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη, ενισχύουν την άποψη, ότι ο τάφος άνηκε σε ένα επιφανές πρόσωπο της εποχής, πιθανότατα ιερέα.

Γ. Οικοδομικές τεχνικές

Για την κατασκευή των κτηριακών χώρων στο ιερό χρησιμοποιήθηκαν διάφορες οικοδομικές τεχνικές ανά τους αιώνες. Το ψευδοϊσόδομο σύστημα δόμησης: πρόκειται για οικοδομική τεχνική σε χρήση κατά την ελληνιστική περίοδο και είναι εμφανής σε δομικά κατάλοιπα της εποχής αυτής. Η δόμηση πραγματοποιείται εν ξηρώ, χωρίς τη χρήση συνδετικού υλικού. Οι λίθοι είναι κυρίως τοπικοί ψαμμιτικοί και άρτια λαξευμένοι, ώστε να μη δημιουργούνται κάθετοι αρμοί και να μειώνεται ο κίνδυνος ολίσθησης. Στη ρωμαϊκή περίοδο οι μεγάλες και ισχυρές κατασκευές και τα τεχνικά έργα ακμάζουν. Η χρήση εγκιβωτισμένων αργών λίθων σε πλαίσιο από μεγάλους λαξευτούς δόμους, με σκοπό τη δημιουργία στιβαρών κατασκευών που προορίζονται για θεμελίωση ή αντιστήριξη, εφαρμόστηκε και στο υστερορωμαϊκό ανάλημμα. Οι οικιστικές κατασκευές της ίδιας περιόδου χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους από αμελή δόμηση, με χρήση  ψαμμιτικών και κροκαλοπαγών ημίεργων λίθων και ασθενές πηλοκονίαμα, ενώ συχνά παρατηρείται στις τοιχοποιίες και η χρήση ενσφηνωμένων κεράμων.

Δ. Δίκτυα αποστράγγισης – αγωγοί

Το ιερό, ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους, διέθετε άρτιο αποστραγγιστικό δίκτυο για τη συλλογή και απορροή των υδάτων. Μέρος λίθινου αγωγού με κάθετες πλάκες στα τοιχώματα εντοπίστηκε ΒΔ του αρχαϊκού ναού, ενώ μετά την οικοδόμηση του ελληνιστικού τελεστηρίου και μαζί με την κατασκευή πολυγωνικού αναλήμματος στη δυτική πλαγία του χώρου διαμορφώθηκε  και αγωγός λαξευτός στον φυσικό βράχο, επενδυμένος στα τοιχώματα με πλάκες, κατά μήκος της ΝΑ πλευράς του ελληνιστικού τελεστηρίου. Στον ανατολικό τοίχο του υστερορωμαϊκού ναού σημειώθηκε ένα ακόμη τμήμα λίθινου αγωγού, καλυμμένο από οριζόντιες πλάκες και μία λίθινη δεξαμενή με κοιλότητα για το νερό. Νοτιότερα, στην περιοχή των κτιρίων και ανατολικά του υστερορωμαϊκού ιερού διαμορφώνεται αγωγός σε συνέχεια του τοίχου, με κατεύθυνση προς τα δυτικά για την απορροή των υδάτων.

Ε. Αποθέτες

Μεταξύ των δύο ανδήρων, η περιοχή χρησίμευε διαχρονικά ως μέρος απόρριψης υλικών, ενώ στο ίδιο σημείο κατέληγαν τα όμβρια ύδατα είτε με φυσικό τρόπο είτε μέσω αγωγών. Στο χώρο του ιερού αποκαλύφθηκε από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών ένας μεγάλος αποθέτης αρχαϊκών χρόνων και ένας αποθέτης της ύστερης κλασικής και ελληνιστικής εποχής. Η ύπαρξη των αποθετών είναι θεμελιακή για την ανασύσταση της ζωής του ιερού, καθώς ο πρώτος απέδωσε κεραμική του 6ου αι. π.Χ. με σπονδικά και ενεπίγραφα αγγεία, ενώ ο δεύτερος αποθέτης ήταν εν μέρει πάνω στον προηγούμενο και περιείχε ειδώλια και αγγεία από κοινού με χρηστική κεραμική. Χαρακτηριστική είναι η συχνότητα των λύχνων, που επιβεβαιώνουν τις νυχτερινές τελετουργίες στο ιερό, αγγείων συμποσίου και σπονδών, δηλωτικά του τύπου της τελετής που χρονολογείται από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. έως τις αρχές του 2ου αι. π.Χ., μέχρι δηλαδή την κατασκευή του ελληνιστικού τελεστηρίου.

ΤΑ ΙΕΡΑ

Στο ιερό των Καβείρων, η πρώιμη περίοδο λατρείας ανάγεται στους αρχαϊκούς χρόνους και επιβεβαιώνεται από την παρουσία του μικρού υστεροαρχαϊκού τελεστηρίου, το οποίο χρονολογείται στον 7ο αι. π.Χ. Καθώς οι διαθέσιμες αρχαιολογικές ενδείξεις για τη λειτουργία του ιερού κατά την κλασική περίοδο είναι ελάχιστες, η περίοδος ακμής του Καβειρίου σημειώνεται κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο και σηματοδοτείται από την ανοικοδόμηση του  λαμπρού ελληνιστικού τελεστηρίου, το οποίο χρονολογείται στον 2ο αι. π.Χ. Πέντε αιώνες αργότερα, τον 3ο αι. μ.Χ. ο ελληνιστικός ναός καταστράφηκε και αποδομήθηκε με σκοπό την κατασκευή ενός νέου λατρευτικού κτηρίου. Πρόκειται για το υστερορωμαϊκό τελεστήριο, η εγκατάλειψη του οποίου κατά τον 5ο αι. μ.Χ. σηματοδοτεί και την οριστική εγκατάλειψη του μεγάλου ιερού των Καβείρων.

Α. Το υστεροαρχαϊκό ιερό

Το 1990-1991, στο πλαίσιο ανασκαφών που πραγματοποιήθηκαν από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών αποκαλύφθηκε κάτω από τα θεμέλια του υστερορωμαϊκού τελεστηρίου, ένα προγενέστερο ορθογώνιο κτίσμα με αντίθετο προσανατολισμό, γνωστό ήδη από τις ανασκαφές του Ιταλού αρχαιολόγου, Bernabò Brea, κατά τα έτη 1937-1939. Πρόκειται για το πρωιμότερο τελεστήριο του ιερού και χρονολογείται τον 7ο αι. π.Χ., σύμφωνα με την μεγάλη ποσότητα υπογεωμετρικής κεραμικής (τύπου G2-3), η οποία βρέθηκε σε αποθέτη στην περιοχή των αναλημμάτων. Κατά τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. το ιερό διέκοψε τη λειτουργία του, καθώς καταστράφηκε από φωτιά, γεγονός το οποίο συνδέθηκε άμεσα με της περσική εισβολής στο νησί του Οτάνη, το 513/512 π.Χ.

Το μικρών διαστάσεων κτίσμα χωροθετείται στο νότιο άνδηρο του ιερού και παρουσιάζει ακανόνιστη ορθογώνια κάτοψη, διαστάσεων 13,50×6,40 μ. Εσωτερικά και παράλληλα με τους τοίχους υπήρχαν θρανία τελετουργικής χρήσης από διπλή σειρά πλίνθων. Στο βάθος του σηκού βρίσκεται ορθογώνια βάση και εμπρός της μία ημικυκλική εξέδρα, εν είδει βωμού. Διέθετε πλακόστρωση, όπως δηλώνουν τα σωζόμενα τμήματα δαπέδου στα ΒΔ του χώρου και αγωγό αποστράγγισης. Η εύρεση στο δάπεδο του ιερού αγγείων που σχετίζονται με σπονδές, ορισμένα από τα οποία φέρουν και αναθηματικές επιγραφές, πιστοποιούν το χαρακτήρα λατρείας του χώρου. Το κτίσμα, σύμφωνα με τους ανασκαφείς, έφερε πιθανόν επίπεδη στέγη, από οριζόντια δοκάρια και καλαμωτή, όπως δηλώνει η απουσία ανεύρεσης κεράμων κάλυψης στέγης κατά την ανασκαφική διερεύνηση. Στα δυτικά του ναού, ένα σύμπλεγμα κτηρίων που οριοθετείται από αναλημματικό τοίχο, φαίνεται να συνδέεται με το ναό και να λειτουργούσε ως ένα σύνολο αποθηκευτικών χώρων ή χώρων απόθεσης προσφορών.

Η επιμήκης κάτοψη του αρχαϊκού τελεστηρίου θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τον υστεροαρχαϊκό ναό της Μεγάλης Θεάς στην αρχαία πόλη της Ηφαιστίας

Β. Το ελληνιστικό ιερό

Στα μέσα της ελληνιστικής περιόδου, γύρω το 200 π.Χ., ένα νέο λαμπρό λατρευτικό κτίσμα άρχισε να κατασκευάζεται στα βόρεια του ιερού, για την ανοικοδόμηση του οποίου  πραγματοποιήθηκαν μεγάλης έκτασης εκβραχισμοί, κυρίως στο βόρειο τμήμα του, ενώ στην ανατολική γωνία του ο βράχος λαξεύτηκε κάθετα για την υποδοχή του προστώου σε σχήμα Π. Κατά την ρωμαϊκή περίοδο, το ιερό γνώρισε μία νέα περίοδο ακμής, κατά την οποία κατασκευάστηκαν νοτίως του τελεστηρίου, νέα κτηριακά συγκροτήματα και ένα μεγάλο ανάλημμα στο νότιο τμήμα του. Το 200 μ.Χ. ένας δυνατός σεισμός συνοδευόμενος από μια εκτεταμένη πυρκαγιά σηματοδότησε το τέλος του ελληνιστικού τελεστηρίου, με εμφανή σημάδια κατάρρευσης σε οικιστικούς χώρους, στα ΝΑ του.

Το ελληνιστικό τελεστήριο αποτελεί το μεγαλύτερο και σημαντικότερο ιερό του χώρου.  Πρόκειται για ένα μεγάλο ορθογώνιο πρόστυλο κτίριο, διαστάσεων 32,90×45,50 μ. Ο κεντρικός χώρος του είχε άνοιγμα προς τα Β και χωριζόταν κάθετα σε τρία τμήματα από δύο σειρές κιονοστοιχιών, αποτελούμενες από τέσσερις ιωνικούς κίονες η κάθε μία. Οι κίονες θεμελιώνονταν σε τετράγωνες εντορμίες λαξευτές στο βράχο. Ένας κάθετος στο κτίριο διάδρομος χώριζε το τελεστήριο από μια σειρά δωματίων, τα άδυτα, τα οποία  έκλειναν από το Β. Η κεντρική είσοδος του ιερού βρισκόταν στα ΝΑ, όπου βρισκόταν και το προστώο. Το προστώο ήταν σε σχήμα Π και είχε 12 δωρικούς κίονες στην πρόσοψη και 2 στα πλαϊνά. Οι κίονες αποτελούνται από μεγάλους σπονδύλους, ύψους περίπου 15 μ. Ήταν ραβδωτοί με 20 ραβδώσεις και έδραζαν απευθείας στον στυλοβάτη χωρίς τη μεσολάβηση βάσης. Η στέγη ήταν δίρριχτη με κεραμίδες κορινθιακού τύπου και ακροκέραμα με ανθέμια.

Σε ό,τι αφορά τα δομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του ναού, από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στο χώρο προέκυψε, ότι η κρηπίδα ήταν κατασκευασμένη από πωρόλιθο, οι ορθοστάτες και ο θριγκός από ψαμμόλιθο/αιολιανίτη λίθο και η σίμη  πήλινη.

Γ. Το υστερορωμαϊκό ιερό

Το καλοκαίρι του 1937, στο νότιο άνδηρο του χώρου, εντοπίστηκαν από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών κατάλοιπα μιας ορθογώνιας κατασκευής, η οποία ταυτίστηκε στη συνέχεια με το υστερορωμαϊκό τελεστήριο του ιερού. Χρονολογείται τον 3ο αι. μ.Χ. και οικοδομήθηκε μετά την καταστροφή του ελληνιστικού τελεστηρίου, στο τέλος του 2ου αι. μ.Χ. Θεμελιώθηκε πάνω στον υστεροαρχαϊκό ναό του 7ου αι. π.Χ. και για την κατασκευή του έγινε εκτεταμένη χρήση αρχιτεκτονικών μελών από το παλιό ελληνιστικό τελεστήριο. Τόσο η κάτοψή του, όσο και η γενική διαμόρφωσή του, υποδηλώνει ότι το κτίσμα αποτέλεσε μια προσπάθεια επανάληψης του κατεστραμμένου παλαιού λαμπρού ελληνιστικού ιερού, με διαφορετικό προσανατολισμό και σε μικρότερες διαστάσεις. Το υστερορωμαϊκό τελεστήριο καταστράφηκε στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ., ενώ η παρουσία μεταγενεστέρων πρόχειρων επισκευών, κυρίως  στην περιοχή του σηκού, το μετέτρεψαν σε μικρή αίθουσα λατρείας, η οποία φαίνεται να ήταν σε χρήση έως και τις αρχές του 5ου αι. μ.Χ. Έκτοτε το ιερό εγκαταλείπεται οριστικά.

Το κτίσμα αντιπροσωπεύει την τελευταία περίοδο λειτουργίας του ιερού, ενώ παράλληλα μαρτυρεί τη μακρά επιβίωση της λατρείας των Καβείρων στη Λήμνο. Αποτελείται από ένα ορθογώνιο κεντρικό χώρο, διαστάσεων 17×14,70 μ., χωρισμένο από δυο κιονοστοιχίες, τεσσάρων κιόνων η καθεμία, σε τρία κλίτη, με τα πλαϊνά να είναι μεγαλύτερα σε διαστάσεις, σε σχέση με το κεντρικό. Οι ορθογώνιες βάσεις των κιόνων διατηρούνται in situ και είναι κατασκευασμένες από ασβεστόλιθο, διατηρώντας την κυκλική εγχάραξη στην ανώτερη επιφάνειά τους για την υποδοχή του κίονα. Παρουσιάζουν διαφορετικές διαστάσεις και είναι άλλες μονολιθικές και άλλες από συναρμόζοντες λίθους. Κατά μήκος του νότιου τοίχου υπήρχαν θρανία, ενώ διέθετε προστώο με κιονοστοιχία οκτώ κιόνων από την πλευρά της θάλασσας. Ένας υπερυψωμένος διάδρομος χώριζε την κεντρική αίθουσα από τα άδυτα. Η στέγασή του ιερού γινόταν με δίρριχτη στέγη και λακωνικού τύπου κεραμίδες.

ΚΙΝΗΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Η πληθώρα κινητών ευρημάτων, λατρευτικού, χρηστικού και αφιερωματικού χαρακτήρα, που εντοπίστηκαν και περισυλλέχθηκαν από το χώρο του ιερού κατά τη διάρκεια των ανασκαφών εργασιών τόσο από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών όσο και από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου απεικονίζει διαχρονικά τη ζωή του Καβειρίου. Απελευθερωτικές, και διοικητικές επιγραφές, αγγεία σπονδών, αγγεία πόσεως, μαγειρικά αγγεία, νομίσματα διαφόρων εποχών, υαλικά σκεύη, σιδερένια και χάλκινα αντικείμενα, καθώς και θραύσματα μαρμάρινων αγαλμάτων, είναι μερικά δείγματα από τον πλούτο των κινητών ευρημάτων του ιερού, μέρος των οποίων εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λήμνου, στην πρωτεύουσα του νησιού.

Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

Ο αρχαιολογικός χώρους του Καβειρίου προστατεύεται με την:

ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/61145/3599/9-12-1997 –ΦΕΚ81/Β/5-2-1998

περί κήρυξης θαλάσσιων περιοχών ως αρχαιολογικών στα νησιά Λήμνο και Λέσβο, όπου και ο όρμος Πουρνιά,  Ηφαιστία, Καβείριο, Νεφτίνα και Αγία Σωτήρα.

Βιβλιογραφία
  • Αχειλαρά, Λ. (1994), «Οι Επιγραφές του Αρχαιολογικού Μουσείου της Μύρινας Λήμνου», Αρχαιολογία 50, Ιανουάριος – Μάρτιος 1994, 44-50.
  • Αχειλαρά, Λ. (2000), «Η Θρησκεία των Λημνίων», Λήμνος Αμιχθαλόεσσα, Οδηγός, ΥΠΠΟ, Κ΄ΕΠΚΑ, 11-12.
  • Τριανταφυλλίδης, Π. (2018), Ανάδειξη αρχαιολογικού χώρου Καβειρίου Λήμνου, Αθήνα.
  • Accame, S. (1941-1943), “Iscrizioni del Cabirio di Lemno”, AS Atene 69-71, 75-105.
  • Beschi,  L. (1994),  «Το ιερό των Καβείρων στη Λήμνο», Αρχαιολογία 50, 1994, 31-35.
  • Βeschi, L. (1994), «Η ιστορική σημασία του Ιερού των Καβείρων στη Λήμνο», Λήμνος Φιλτάτη, Πρακτικά του 1ου Συνεδρίου Δημάρχων του Αιγαίου. Μύρινα Λήμνου, 21-24 Αυγούστου 1992 Αθήνα, 65-77.  
  • Beschi, L. (1996-2000), «Τέχνη και πολιτισμός της αρχαϊκής Λήμνου», Εγνατία 5, 151-179.
  • Beschi,  L. (1996-1997), “Cabirio die Lemno: testimonianze letterarie ed epigrafiche“, AS Atene, 74-75, 7-193.
  • Beschi, L. (1997), “Undeposito di ceramiche tardo classiche ed ellenistiche dal Cabirio di Lemno. Considerazioni generali”,Δ’ Eπιστημoνική Συνάντηση για την Eλληνιστική Kεραμική. Χρoνoλoγικά πρoβλήματα, κλειστά σύνoλα, εργαστήρια, Πρακτικά́ (Mυτιλήνη, Mάρτιoς 1994), Αθήνα, 211-219.
  • Beschi, L. (2000), “Gliscavi del Cabirio di Chloi”, Un pontefra l’ Italia e la Grecia. Atti del simposio in onore di Antonino Di Vita, Ragusa, 13-15 febbrario 1998, Padova, 75-84.  
  • Beschi, L. (2003), “Il primitive Telesterio del Cabirio di Lemno (Campagne di scavo 1990-2001)”, AS Atene 81, II, 963-1022.
  • Beschi, L. (2004), “Il Telesterio ellenistico del Cabirio di Lemno”, AS Atene 82, 225-341.
  • Culasso-Gastaldi, E. (2019), “Kabeirion di Lemnos: Le Iscrizioni Rinvenute nell Esedra e nel Quartiere Tardo-Romano”, AS Atene 97, 410-427.
  • Culasso-Gastaldi, E. (2020), Studi su Lemnos, Alessandria.
  • Ficuciello, L. (2013), Lemnos. Cultura, storia, archaeologia, topografia di un’ isola del Nord-Egeo, Monografie della Scuuola Archaeologica di Atene e delle Missioni Italiane in Oriente, XX, 1.1, Atene.  
  • Monaco, M.-Ch. (2017), “Litora rara, et celsa Cabirumdelubra. Luigi Beschi e gli scavi nel santuario di Chloi”, E. Greco (acura di), Giornata di studinelricordo di Luigi Beschi. Italiano, Filelleno, studio sointer nazionale, Atene, 259-286.
  • Monaco, M.- Ch. (2018), “Il Cabirio di Lemno – Scavi 1937-1939. I. L’ esedra e il quartiere tardo-romanotra le due terrazzo”, AS Atene 96, 578-592.   Monaco, M.-Ch. (2000a), “Un deposito di ceramiche tardo classische ed ellenistische del Cabirio di Lemno: Analisi delle forme”, Δ΄ Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική, Αθήνα, 220-231.
  • Monaco, Μ.-Ch. (2000b), “Un deposito di ceramiche tardo classiche ed ellenistiche del Cabirio di Lemno: Analisi delle forme II: ceramica acroma e da cucina, Ε΄ Επιστημονική Συνάντηση για την Ελληνιστική Κεραμική, Αθήνα, 153-160.
  • Savona, S. – Poggesi, G. (2000), «Un deposito di ceramiche tardo classiche ed ellenistiche del Cabirio di Lemno. Analisi delle forme, 2. Coppe e coppette», E’ Eπιστημoνική Συνάντηση για την Eλληνιστική Kεραμική. Χρoνoλoγικά πρoβλήματα, κλειστά σύνoλα, εργαστήρια. Πρακτικά, Aθήνα, 145-152.

Τοποθεσία

Φωτογραφίες

3D Αναπαράσταση

Μετάβαση στο περιεχόμενο