Ηφαιστία

Η ΘΕΣΗ

Η Ηφαιστία συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Λήμνου, καθώς κατά τους ιστορικούς χρόνους μαζί με τη Μύρινα αποτέλεσαν τις δύο πιο σημαντικές αρχαίες πόλεις του νησιού και για το λόγο αυτό είναι γνωστή και ως «δίπολις».

Γεωγραφικά, η πόλη της Ηφαιστίας χωροθετείται στο ΒΑ τμήμα της Λήμνου και καταλαμβάνει σε έκταση ολόκληρη τη χερσόνησο της Παλαιόπολης. Από δυτικά και ως την περιοχή του Βαλόβραχου βρέχεται από τον όρμο του «Γύρου» στον κόλπο του Πουρνιά, όπου σημειώνεται και το δεύτερο λιμάνι της πόλης, ενώ στα βόρεια καταλήγει σε μια χαμηλή βραχώδη έκταση, γνωστή ως «Τηγάνι ή Πουριά», στο ακρωτήρι των Εκατό Κεφαλών με το αρχαίο λατομείο εξόρυξης πώρου να δεσπόζει στο χώρο.

Λόγω της ύψιστης γεωγραφικής σημασίας που παρουσιάζει η θέση στον αιγαιακό χώρο, καθώς βρίσκεται σε κομβικό σημείο μεταξύ των θαλάσσιων δρόμων της Θράκης και της Μακεδονίας στα βόρεια αλλά και των Δαρδανελίων στα ανατολικά, η Ηφαιστία παρουσίασε αδιάλειπτη κατοίκηση στο χώρο, από τους προϊστορικούς έως τους βυζαντινούς χρόνους.

Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ – Ο ΜΥΘΟΣ

Η  πόλη της Ηφαιστίας οφείλει το όνομά της στον θεό της φωτιάς, Ήφαιστο, προστάτη της μεταλλουργίας. Αναφορές για το θεό σιδηρουργό γίνονται στη Θεογονία του Ησίοδου (927) αλλά και στον Όμηρο (Ιλιάδα Ραψ. Ξ 338), όπου παρουσιάζεται ως γιός του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον επικρατέστερο μύθο, η μητέρα του η Ήρα τον πέταξε από τον Όλυμπο και από την πτώση κατέστη κουτσός και παραμορφωμένος. Ο  Ήφαιστος έπεσε στο νησί της Λήμνου και εκεί τον βρήκαν οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού, οι Σίντιες και τον περιέθαλψαν. Από τότε το νησί προστατευόταν από το θεό Ήφαιστο, ο οποίος σύμφωνα με τον μύθο, έφτιαξε το εργαστήριό του στο ηφαιστειακό όρος Μόσυχλον.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Οι πρώτες σύγχρονες αναφορές για την Ηφαιστία ανάγονται στον 16ο αιώνα και προέρχονται από περιηγητές, οι οποίοι στο πλαίσιο των οδοιπορικών τους στο ΒΑ Αιγαίο πέρασαν και από τη Λήμνο. Το 1548, ο γάλλος περιηγητής Pierre Belon και αργότερα το 1785-1790, ο  Choiseul-Gouffier, μεταξύ άλλων έκαναν αναφορές στα έργα τους και για την αρχαία πόλη της Ηφαιστίας, την οποία όμως λανθασμένα συνέδεσαν με την περιοχή του Κότσινα. Ο πρώτος που ταύτισε τα οικιστικά κατάλοιπα στην περιοχή της Παλαιόπολης με την αρχαία πόλη ήταν ο Γερμανός αρχαιολόγος Alexandre Conze, ο οποίος στο πλαίσιο αναζήτησης δειγμάτων κλασικών αρχαιοτήτων, κατέφθασε στη Λήμνο, τον Ιούλιο του 1858.

Έναν αιώνα περίπου αργότερα, το 1926, η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, υπό την επίβλεψη του Ιταλού αρχαιολόγου Alessandro Della Seta ξεκίνησε τις πρώτες ανασκαφικές έρευνες στο χώρο. Οι εργασίες διήρκησαν έως το 1936 και έφεραν στο φως σημαντικά οικιστικά κατάλοιπα της πόλης, όπως το αρχαίο θέατρο. Τρεις δεκαετίες περίπου αργότερα, το 1968, ορίστηκε από την αρχαιολογική υπηρεσία αρμόδιος φύλακας για την προστασία του χώρου και το 1977 οι ανασκαφικές εργασίες ξεκίνησαν και πάλι από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, με επικεφαλής αυτή τη φορά τον Ιταλό αρχαιολόγο, Antonino Di Vita. To 2000, διευθυντής της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής διορίστηκε o Emanuele Greco, ο οποίος αναδιοργάνωσε τις έρευνες στη Λήμνο και το 2016, υπό τη διεύθυνση του Emanuele Papi, οι συστηματικές εργασίες στην Ηφαιστία ξεκίνησαν και πάλι, παραμένοντας έως σήμερα σε εξέλιξη.

Το 2002, πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες εργασίες ανάδειξης στο χώρο, από την τότε αρμόδια Κ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, η οποία ενέταξε την Ηφαιστία σε ένα τριετές πρόγραμμα εργασιών, με την συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο του Γ΄ΚΠΣ. Οι εργασίες, οι οποίες διήρκησαν έως το 2005, επικεντρώθηκαν κυρίως στην αποκατάσταση και ανάδειξη του αρχαίου θεάτρου, προκειμένου το μνημείο να διασωθεί και να καταστεί προσβάσιμο και επισκέψιμο για το κοινό, ως ενδεικτικό δείγμα δημόσιου χώρου εντός του οικιστικού πυρήνα της πόλης.

Το 2015, ένα νέο ανασκαφικό πρόγραμμα ξεκίνησε στην αρχαία πόλη, υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Δρ. Παύλου Τριανταφυλλίδη και νυν προϊστάμενου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λέσβου. Οι ανασκαφικές εργασίες, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα, πραγματοποιούνται εντός του οικιστικού πυρήνα της πόλης, σε μια έκταση 22 περίπου στρεμμάτων, ΝΔ του θεάτρου και πλησίον του αρχαίου λιμένα, στα δυτικά της πόλης.

Τρία χρόνια αργότερα, το 2018 ένα μεγάλο μέρος του αρχαιολογικού χώρου εντάχτηκε σε ένα νέο πρόγραμμα ανάδειξης, στο πλαίσιο του Έργου: «Ανάδειξη Πολιτιστικής Κληρονομιάς ως μέσο Τοπικής Ανάπτυξης –EΛΚΥΣΤΙΚΟΙ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΙ», πρόγραμμα Διασυνοριακής Συνεργασίας Ελλάδα-Κύπρος 2014-2020, υπό την επίβλεψη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λέσβου. Η υλοποίηση του έργου είχε ως στόχο τον εκσυγχρονισμό των υποδομών στον αρχαιολογικό χώρο και περιελάμβανε μεταξύ άλλων την ανακατασκευή χώρων αποθήκευσης αρχαιολογικού υλικού, την περίφραξη, συντήρηση και ανάδειξη των σημαντικότερων χώρων, καθώς και τη διεύρυνση των επισκέψιμων αρχαιολογικών μνημείων μέσω μιας νέας περιπατητικής διαδρομής, η οποία απευθύνεται και σε άτομα με κινητικά προβλήματα, όπου για την μεταφορά και περιήγησή τους στο χώρο πραγματοποιήθηκε προμήθεια ειδικού αμιξιδίου ΑΜΕΑ. Επιπλέον, τοποθετήθηκε εκσυγχρονισμένο εποπτικό υλικό στο χώρο, πινακίδες σήμανσης και ενημέρωσης, ενώ μέσω φορητών συσκευών παρέχεται στον επισκέπτη και η δυνατότητα ψηφιακής ηχητικής ξενάγησης σε επιλεγμένα μνημεία του  αρχαιολογικού χώρου.

Η ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

Στην έφορη ενδοχώρα της χερσονήσου της Παλαιόπολης ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη της Ηφαιστίας, με τα πρωιμότερα δείγματα κατοίκησης στο χώρο να χρονολογούνται στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, φτάνοντας έως και τον 7ο αι. μ.Χ., ενώ από τα έως τώρα ανασκαφικά δεδομένα η μεγάλη  ακμή της πόλης σημειώνεται από τον 7ο αι. π.Χ. έως τον 1ο αι. μ.Χ.

Η Ηφαιστία χαρακτηριζόταν από έντονα βραχώδεις ακτές. Στα ΒΑ, ορεινοί όγκοι λειτουργούσαν ως φυσική οχύρωση για την πόλη, ενώ οχυρωματικά έργα στα βατά της σημεία εξασφάλιζαν την άρτια προστασία της. Η οχύρωση της πόλης ακολουθούσε βόρεια την κορυφογραμμή του λόφου στη θέση Κλας και κατέληγε ανατολικά και δυτικά στους θαλάσσιους όρμους των Εκατό Κεφαλών και του Πουρνιά. Μέρος της νότιας οχύρωσης της πόλης, στην περιοχή του ισθμού, διερευνήθηκε από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών και παρουσίασε επάλληλες οικοδομικές φάσεις, οι οποίες χρονολογούνται από την αρχαϊκή έως την ρωμαϊκή περίοδο.

Ιδιαίτερη σημασία για την ακμή της Ηφαιστίας αποτέλεσαν τα δύο ασφαλή της λιμάνια, το ένα στα βορειοανατολικά της πόλης, στον κόλπο της Παλαιόπολης, στην περιοχή «Αχιβαδόλη ή Ταλιάνι» και το δεύτερο στα δυτικά, στον κόλπο του Πουρνιά, όπου και εντοπίζονται ίχνη του βυθισμένου σήμερα λιμενοβραχίονα.

Εκτός των τειχών, στα νότια, όπου και οι σημερινές θέσεις «Ραν» και «Κλήμα», χωροθετούνται οι νεκροπόλεις της Ηφαιστίας, οι οποίες καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση και χρονολογούνται στους αρχαϊκούς, κλασικούς, ελληνιστικούς, και ρωμαϊκούς χρόνους. Οι ταφικές πυρές και τα τεφροδόχα αγγεία της  αρχαϊκής περιόδου, τα οποία αποκαλύφθηκαν στο χώρο έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες για τα ταφικά έθιμα της κοινωνίας της υπογεωμετρικής και αρχαϊκής Λήμνου, ενώ οι ταφές του 5ου αι. π.Χ., συνδέονται με την εποχή της αθηναϊκής κληρουχίας και πιστοποιούν τις στενές σχέσεις του νησιού με την αρχαία Αθήνα.

Στα βόρεια της πόλης, στο ακρωτήριο των Εκατό κεφαλών όπου και η βραχώδης προεξοχή στη θέση «Τηγάνι» ή «Πουριά», βρίσκεται το αρχαίο λατομείο εξόρυξης πωρόλιθου, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε συστηματικά ως οικοδομικό υλικό για την κατασκευή κυρίως μεγάλων δημόσιων χώρων των υστεροκλασικών και ελληνιστικών χρόνων, όπως το αρχαίο θέατρο και το μεγάλο ιερό  των Καβείρων, το οποίο βρίσκεται εκτός των τειχών της πόλης, στα ΒΑ και σε άμεση οπτική επαφή με αυτή.

Τα παλαιότερα δείγματα κατοίκησης στην Ηφαιστία ανάγονται στους προϊστορικούς χρόνους, της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και σημειώνονται στα νότια τη πόλης, στην περιοχή της οχύρωσης του ισθμού. Κατά τους ιστορικούς χρόνους και εντός των τειχών, στους πρωιμότερους οικιστικούς χώρους της πόλης εντάσσονται τα τρία αρχαϊκά ιερά της, τα οποία χρονολογούνται από το τέλος του 8ου αιώνα έως το τέλος του 6ου αι. π.Χ. Είναι χτισμένα σε διαφορετικά σημεία του οικιστικού πυρήνα της πόλης: στις ανατολικές παρυφές της Ηφαιστίας, στην πλαγιά του λόφου, όπου βρίσκεται το ιερό της Μεγάλης Θεάς, στα βόρεια κάτω από το κοίλο του θεάτρου και στα νότια σε επαφή με τμήμα του τείχους, αποτελώντας μια ενιαία σύνθεση λατρευτικών συγκροτημάτων στην πόλη, ιδιαιτέρως σημαντική τόσο για την κατανόηση της λατρείας όσο και της αρχιτεκτονικής για την περίοδο αυτή στη Λήμνο. Μεταγενέστερα, κατά τους κλασικούς χρόνους, αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί το αρχαίο θέατρο, το οποίο δεσπόζει στα βόρεια της πόλης. Χρονολογείται από τον 5ο αι. π.Χ. με μεταγενέστερες κατασκευαστικές φάσεις που φτάνουν έως τους ρωμαϊκούς χρόνους και αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα δημόσιου κτηρίου στην Ηφαιστία. Επιπλέον, η παρουσία νησίδας ιερών προς τιμή της Κυβέλης, του Διονύσου αλλά και του ολύμπιου Πάνθεου, κοντά στην περιοχή του δυτικού λιμένα με τις εργασίες στο χώρο να βρίσκονται σε εξέλιξη, εργαστηρίων κεραμικής και κοροπλαστικής πλησίον του ιερού της Μεγάλης Θεάς στα βόρεια της πόλης και τα δημόσια λουτρά, νοτιοανατολικά του αρχαϊκού ιερού, ελληνιστικών χρόνων και τα δύο, καθώς και η μνημειακή κατασκευή μαζί με τμήμα του αρχαίου τείχους, στην είσοδο της πόλης προς τα νότια σκιαγραφούν την εικόνα μιας ακμάζουσας αρχαίας πόλης, από τους αρχαϊκούς έως τους ελληνιστικούς χρόνους.

Χωροταξικά, η πόλη φαίνεται να ήταν οργανωμένη με άρτιο πολεοδομικό σύστημα, όπως δηλώνουν δρόμοι, οι οποίοι σχηματίζουν οικοδομικές νησίδες εντός των οποίων χωροθετούνται οικιστικοί χώροι. Διάσπαρτες οικίες και κατάλοιπα οικιστικών κτισμάτων, καθώς και τμήματα από τον πολεοδομικό ιστό της Ηφαιστίας, τα οποία χρονολογούνται από τους αρχαϊκούς, ρωμαϊκούς, υστερορωμαϊκούς και πρωτοβυζαντινούς χρόνους, εντοπίστηκαν κυρίως στα βόρεια της πόλης, κοντά στο ιερό της Μεγάλης Θεάς, πλησίον των δύο λιμανιών, στα ανατολικά και δυτικά, αλλά και νότια όπου σώζεται μέρος από το τείχος της Ηφαιστίας.

Το 268 μ.Χ., τα βαρβαρικά φύλα των Έρουλών και Γότθων έφτασαν και στη Λήμνο, οι οποίοι στο πλαίσιο των καταστροφικών επιδρομών τους, προκάλεσαν μεγάλες ζημιές και στην Ηφαιστία, που από τον 3ο αι. και μετά αρχίζει σταδιακά να συρρικνώνεται. Η πρόσφατη αποκάλυψη από την Ιταλική Σχολή Αθηνών, μιας μνημειακής παλαιοχριστιανικής βασιλικής, κοντά στην περιοχή του ανατολικού λιμένα, σηματοδοτεί μια νέα περίοδο ακμής για την πόλη, με ορόσημο πλέον τον χριστιανισμό, ως νέα θρησκεία να έχει εδραιωθεί στον τόπο και με σημαντικούς εκκλησιαστικούς εκπροσώπους και επισκόπους να διαμένουν εκεί, όπως ο επίσκοπος Στρατήγιος, όπου σύμφωνα με τις φιλολογικές πήγες εκπροσώπησε τη Λήμνο στην Οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας, το 325 μ.Χ. Από τον 4ο αι., λόγω των σταδιακών προσχώσεων που είχαν σημειωθεί στη περιοχή, τα λιμάνια της πόλης βρίσκονται σε παρακμή, γεγονός το οποίο συντέλεσε στην οριστική εγκατάλειψη του χώρου κατά τον 7ο αι. και την μετατόπιση των κατοίκων της νοτιότερα, προς την παραθαλάσσια περιοχή του Κότσινα, όπου και το ομώνυμο σήμερα κάστρο, το οποίο σηματοδότησε μια νέα λαμπρή εποχή για τη βυζαντινή Λήμνο.

ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

Α. Το ιερό της Μεγάλης Θεάς

Το 1929, στα ΒΑ της χερσονήσου της Παλαιόπολης και εντός των τειχών της αρχαίας πόλης της Ηφαιστίας, ήρθαν στο φως, από τους Ιταλούς αρχαιολόγους G. Caputo και F. Magi, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ενός πρώιμου λατρευτικού χώρου, ο οποίος χρονολογείται στην υστερογεωμετρική/ αρχαϊκή περίοδο (8ος-6ος αι. π.Χ.). Αν και έως σήμερα δεν έχουν διασωθεί επιγραφικές μαρτυρίες που να πιστοποιούσαν τη θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένο το ιερό, η ανεύρεση αξιόλογων αφιερωμάτων σε γυναικεία θεότητα οδήγησε τους ανασκαφείς να αποδώσουν το ιερό στη Μεγάλη  Θέα.

Το κεντρικό συγκρότημα του ναού, σωζόμενο στη χαμηλότερη σειρά δομών, χωροθετείται σε δύο επίπεδα. Το χαμηλότερο δυτικά αποτελείται από επτά συνεχόμενους μικρούς χώρους, ενώ το υψηλότερο στα ανατολικά διαρθρώνεται από τρία δωμάτια με άνοιγμα σε αύλειο χώρο. Πλησίον και επί του λατρευτικού οικήματος εντοπίστηκαν δομικά κατάλοιπα από μια μεταγενέστερη κατασκευαστική φάση, στην οποία εντάσσονται και δύο κεραμικοί κλίβανοι εργαστηρίου των ελληνιστικών χρόνων (2ος-1ος αι. π.Χ.). Λείψανα ιερών της ίδια περιόδου με το ιερό της Μεγάλης Θεάς εντοπίστηκαν και κάτω από το κοίλο του αρχαίου θεάτρου, από την προγενέστερη δραστηριότητα στο χώρο.

Β. Το ιερό στον ισθμό της χερσονήσου

Νότια του ιερού της Μεγάλης Θεάς, στην περιοχή του ισθμού αποκαλύφθηκε ένα ιερό κτίριο, αποτελούμενο από τέσσερα ορθογώνια δωμάτια, πιθανώς αφιερωμένο στη Μεγάλη Θεά της αρχαϊκής Λήμνου, με χρήση από τον 7ο έως το τέλος του 6ου/αρχή του 5ου αιώνα π.Χ. Το ιερό χωροθετείται στα όρια των τειχών της πόλης και εξωτερικά αυτών, όπως αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί στην Τροία, το δυτικό εκτός των τειχών ιερό, το οποίο ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ. και ήταν αφιερωμένο σε γυναικεία θεότητα που αργότερα αφομοιώθηκε με την Κυβέλη.

Στην Ηφαιστία, η ανασκαφική έρευνα στην περιοχή του ιερού στον ισθμό παρουσίασε στρώματα που αποδεικνύουν αδιάλειπτη δράση στο χώρο από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, αλλά και αργότερα κατά την γεωμετρική και αρχαϊκή εποχή, φτάνοντας έως και την πρώιμη κλασική περίοδο (πρώιμο 5ο αι. π. Χ.).

Τα παλαιότερα οικιστικά κατάλοιπα στο χώρο, όπως τοίχοι και πλακόστρωτα δάπεδα αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα ενός οικιστικού κέντρου, το οποίο αναπτύχτηκε στους χαμηλούς λόφους της πόλης φτάνοντας έως την περιοχή του ισθμού και ήταν διαμορφωμένο από βαθμιδωτά άνδηρα με παρουσία στενών μονοπατιών. Ο πρώιμος οικισμός χρονολογείται στα μέσα του 14ου αι. π.Χ. και φαίνεται να καταστράφηκε πιθανών από φωτιά, κατά τον ύστερο 13ο ή κατά τον πρώιμο 12ο αι. π.Χ., όπως αποδεικνύει η παρουσία εισηγμένης μυκηναϊκής και ντόπιας κεραμικής, που περιλαμβάνει κύλικες, κύπελλα και πιθαμφορείς. Στην πορεία, τα οικοδομικά κατάλοιπα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού σφραγίστηκαν με  ισχυρό τοίχο, πιθανώς περίβολο ή τείχος της προστατευμένης πλέον χερσονήσου της Παλαιόπολης, το οποίο οι Ιταλοί ανασκαφείς χρονολόγησαν στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους (ύστερο 11ο /πρώιμο 10ο αι. π.Χ. ή 7ο/6ο αι. π.Χ.), μια περίοδο, η οποία συνδέεται και με τη παραγωγή λημνιακής τεφρόχρωμης κεραμικής.

Αν και η έρευνα του ιερού κτιρίου παραμένει ακόμη σε εξέλιξη, οι αποκαλυφθείσες αρχιτεκτονικές του μορφές, καθώς και τα αναθήματά του ανακαλούν τόσο το ιερό της Μεγάλης Θεάς στα βόρεια, όσο και το αρχαϊκό ιερό κάτω από το κοίλο του θεάτρου. Χαρακτηριστική είναι η παρουσία θρανίων εσωτερικά των δωματίων, καθώς και οι τελετουργικές κατασκευές, ενώ από το ιερό προέρχεται ένα πήλινο πλακίδιο με παράσταση Πότνιας Θηρών, όπου η θεά βαστά γερά από το λαιμό δύο πάνθηρες, ανασηκωμένους στα πίσω σκέλη τους.

Την εγκατάλειψη του ιερού κτηρίου μετά τον ύστερο 6ο αι./πρώιμο 5ο αι. π.Χ. επιβεβαιώνουν τα εξαιρετικής ποιότητας μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αττικά αγγεία που βρέθηκαν στο χώρο, όπως ένας καλυκόσχημος κρατήρας και μία οφθαλμωτή κύλικα, που χρονολογούνται την περίοδο αυτή.

Γ. Το αρχαίο θέατρο

Το αρχαίο θέατρο της Ηφαιστίας βρίσκεται σε περίοπτή θέση, εσωτερικά των τειχών της πόλης. Είναι χτισμένο επάνω σε αρχαϊκό ιερό προγενέστερων χρόνων και χωροθετείται σε μια χαμηλή πλαγιά λόφου με άνοιγμα προς το νότο, όπου εκτείνεται και ο κόλπος του Πουρνιά.

Για πρώτη φορά το θέατρο εντοπίστηκε στο τέλος της δεκαετίας του ΄30 από τον Ιταλό αρχαιολόγο Silvio Accame και οι ανασκαφικές εργασίες συνεχίστηκαν κατά τα έτη 1937-1939 από τον αρχαιολόγο Guido Libertini όπου και διακόπηκαν λόγω της έναρξης του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου. Την περίοδο αυτή αποκαλύφθηκε η ορχήστρα, η σκηνή, τμήματα των αναλημματικών των παρόδων και του περιμετρικού τοίχου του κοίλου. Πολύ αργότερα, μεταξύ των ετών 2000-2006, οι ανασκαφικές εργασίες ξεκίνησαν και πάλι στο θέατρο, από την τότε αρμόδια Κ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και με την συγχρηματοδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο του Περιφερειακού Επιχειρησιακού προγράμματος Βορείου Αιγαίου (Γ΄ ΚΠΣ).

Το θέατρο της Ηφαιστίας χρονολογείται στην κλασική περίοδο και ήταν σε χρήση έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Η ανέγερσή του περιλαμβάνει πέντε οικοδομικές φάσεις με την αρχική να τοποθετείται στον 5ο αι. π.Χ. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, το θέατρο διαμορφώθηκε αρχικά ως μια κτιστή, πιόσχημη, ορθογώνια κατασκευή, στραμμένη προς την μεταγενέστερη ορχήστρα με ξύλινα καθίσματα. Καταλάμβανε ολόκληρη την κεντρική κερκίδα του λίθινου θεάτρου και οριζόταν από δύο στενές λιθόκτιστες, σχεδόν παράλληλες κλίμακες με στενό διάδρομο.

Κατά τους ύστερους κλασικούς χρόνους (4ος-3ος αι. π.Χ.) οικοδομήθηκε το λίθινο θέατρο και παρουσίαζε την τυπική μορφή των ελληνιστικών θεάτρων: με την κυκλική ορχήστρα και το σκηνικό οικοδόμημα, το αμφιθεατρικό κοίλο και τις παρόδους να αποτελούν τα βασικά αρχιτεκτονικά του στοιχεία. Η ορχήστρα αρχικά ήταν διαμορφωμένη σε πλήρη κύκλο με διάμετρο 12,40 μ. Το κοίλο, χτισμένο πάνω σε προγενέστερα ιερά του 7ου – 6ου αιώνα π.Χ., είχε σχήμα κοχυλιού ή πετάλου. Χωριζόταν σε δύο διαζώματα και παρουσίαζε λίθινες σειρές εδωλίων διαμορφωμένες στο λαξευτό φυσικό βράχο. Σήμερα, εμφανείς είναι οι πρώτες δέκα στην χαμηλότερη σειρά του. Πέντε στενές κλίμακες διαιρούν την περιοχή του κοίλου σε τέσσερις κερκίδες, ενώ την κατασκευή συγκρατούσαν ισχυροί αναλημματικοί τοίχοι. Περιμετρικά της ορχήστρας σώζεται σύστημα αγωγών απορροής υδάτων από πωρόλιθο. Νότια του κοίλου βρίσκεται το σκηνικό οικοδόμημα, ορθογωνικής κάτοψης, διαστάσεων 5×15 μ. Ο λίθινος λαξευτός θρόνος, ο οποίος χωροθετείται σήμερα στο μέσω της πρώτης σειράς εδωλίων, ανάγεται στην αρχική κατασκευαστική φάση του θεάτρου και εντοπίστηκε στον περιβάλλοντα χώρο του μνημείου, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών. Στις δύο επόμενες οικοδομικές φάσεις, οι οποίες χρονολογούνται στους ελληνιστικούς χρόνους, προστέθηκαν το επιθέατρο, οι αναλημματικού τοίχοι των παρόδων και οι τοίχοι αντιστήριξης των περιμετρικών τοίχων. Κατά την ρωμαϊκή περίοδο το θέατρο παρέμεινε σε χρήση και αναδιαμορφώθηκε ακολουθώντας τα πρότυπα των θεάτρων της εποχής: διευρύνθηκε το σκηνικό οικοδόμημα σε βάρος της ορχήστρας με την προσθήκη του προσκηνίου, οικοδομήθηκαν παρασκήνια, επιδιορθώθηκε το κοίλο, αντικαταστάθηκε ο παλιός αγωγός, ενώ το δάπεδο της ορχήστρας επενδύθηκε με ασβεστολιθικές πλάκες. Στην τελευταία οικοδομική φάση του θεάτρου προστέθηκαν μνημειακά οικοδομήματα στο χώρο, τα οποία φαίνεται να εξυπηρετούσαν ποικίλες λειτουργίες.

Το θέατρο της Ηφαιστίας αποτυπώνει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μνημείο της αρχαίας πόλης τον ερχομό και την εγκατάσταση των Αθηναίων κληρούχων στην Λήμνο κατά τον 5ο αι. π.Χ. Οι νέοι κάτοικοι φαίνεται να ίδρυσαν τον δικό της εμβληματικό χώρο, το θέατρο, το οποίο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τη λατρεία του Διονύσου. Το γεγονός αυτό πιθανώς να αντανακλά την ανάγκη επιβολής των Αθηναίων επί των παλαιών κατοίκων, με τους δικούς τους νέους θεσμούς, οι οποίοι αφομοιώθηκαν σταδιακά από τους ντόπιους κατοίκους της πόλης.

Δ. Το ιερό των Καβείρων

Εκτός των τειχών της πόλης και σε άμεση οπτική επαφή με αυτή, στην είσοδο του αρχαίου λιμανιού, στο ακρωτήριο της Χλόης, δεσπόζει, επιβλητικά κτισμένο, το μεγάλο εξωαστικό ιερό της πόλης, αφιερωμένο στους Κάβειρους. Το Ιερό των Καβείρων άνηκε διοικητικά στην Ηφαιστία και ήταν σε χρήση και λειτουργία από τους αρχαϊκούς έως τους υστερορωμαϊκούς χρόνους, όπως δηλώνει η παρουσία τριών ιερών στο χώρο διαφορετικών χρονικών περιόδων: υστεροαρχαϊκό, ελληνιστικό και υστερορωμαϊκό.

Το ιερό των Καβείρων αποτελεί επίσης έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους του νησιού με μεγάλη επισκεψιμότητα, τόσο λόγω της θέσης του, όσο και λόγω της σημασίας του, όπως αποκάλυψε η πληθώρα αφιερωματικών επιγραφών και ευρημάτων που εντοπίστηκαν στη θέση, μέρος των οποίων εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λήμνου, στην πρωτεύουσα του νησιού.

Η ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

Κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος σύμφωνα με την:

ΥΑ ΥΠΠΟΑ/ΑΡΧ/Α1/Φ20/11058/523/2-10-1990, ΦΕΚ 657/Β/17-10-1990.

Βιβλιογραφία
  • Αρχοντίδου, Α., (2000). «Θέατρο», Λήμνος Αμιχθαλλόεσσα, Αθήνα   Αρχοντίδου, Α. (2004), Αρχαίο θέατρο Ηφαιστίας, Υπουργείο Πολιτισμού, Κ΄ΕΠΚΑ, Λήμνος
  • Benvenuti, A. (2000). «Ηφαιστία», Λήμνος Αμιχθαλόεσσα, Αθήνα
  • Beschi, L. (1994). «Η ιστορική σημασία του ιερού των Καβείρων στη Λήμνο», Λήμνος Φιλτάτη, Πρακτικά 1ου Συνεδρίου δημάρχων Αιγαίου,  21-24 Αυγούστου Μύρινα-Λήμνου, Αθήνα, 65-77
  • Beschi, L. (1995-2000). «Τέχνη και πολιτισμός της αρχαϊκής Λήμνου», Εγνατία 5, 151-179
  • Beschi, L. (2005). «Λήμνος», Βλαχόπουλος Α. (επιμ.), Αρχαιολογία: Νησιά του Αιγαίου, Αθήνα, 106-114
  • Τουλπτζόγλου – Στεφανίδου, Β. (1986). Ταξιδιωτικά και γεωγραφικά κείμενα για τη νήσο Λήμνου (15ος – 20ος αιώνας), Θεσσαλονίκη
  • Μάξιμος, Π. (1998). Αρχαία Ελληνικά Θέατρα, 2500 Χρόνια Φως και Πνεύμα, Αθήνα
  • Beschi,  L. (2001). "I Disiecta Membra di un Santuario di Myrina (Lemno)", SAIA Annuario, vol. LXXIX, Serie III, Atene, 191-251
  • Danile, L. (2011).  La ceramica grigia di Efestia. Dagli inizi dell'Età del Ferro all'età Alto-Arcaica, Atene
  • Ficuciello L. (2013). Lemnos. Cultura, storia, archeologia, topografia di un'isola del Nord-Egeo, Atene
  • Libertini, G. (1942). "R. Scuola Archeologica Italiana in Atene. I. Scavi a Lemno (Agosto-Settembre 1939), Efestia",  Annuario della Regia Scuola Archeologica di Atene e delle Missioni Italiane in Oriente, 1939-1940, 221-223
  • Massa, M. (1992). La ceramica ellenistica con decorazione a rilievo della bottega di Efestia, Atene
  • Messineo, G. (2001). Efestia. Scavi Adriani 1928-1930,  Atene
  • Savelli, S. (2018). Efestia II. La necropoli (V secolo a.C.-V/VI secolo d.C.), Atene

Τοποθεσία

Φωτογραφίες

3D Αναπαράσταση

Μετάβαση στο περιεχόμενο